Φωτογραφία από το ΝΑΥΤΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ που εξέδιδε ο Ο.Λ.Π. κάθε χρόνο.

 

Στη σημερινή εποχή το ταξίδι με τα πλοία της Ελληνικής Ακτοπλοΐας
θυμίζει συχνά μια μικρή ευχάριστη κρουαζιέρα.
Τα πλοία είναι άνετα, καθαρά, πολυτελή, γρήγορα και τα πληρώματα
είναι ευγενικά με τους επιβάτες.
Δεν ήταν, όμως, πάντοτε έτσι.

Τις παλιότερες εποχές

Τις παλιότερες εποχές το ταξίδι με τα πλοία της Ακτοπλοΐας αποτελούσε
μια μικρή ή μια μεγάλη περιπέτεια.
Ταξίδια πολύωρα ή, συχνά και πολυήμερα.
Ταξίδια δίχως ανέσεις και πολυτέλειες για τους περισσότερους επιβάτες.
Μόνο για τους επιβάτες της Α’ Θέσης οι συνθήκες ήταν αισθητά
καλύτερες, για την ακρίβεια ήταν ανθρώπινες.
Επιβάτες Καταστρώματος

Οι επιβάτες της Γ’ Θέσης ήταν πραγματικά επιβάτες καταστρώματος.
Δίχως τη δυνατότητα να περάσουν ακόμα και μέρους του ταξιδιού στο
ζεστό σαλόνι του πλοίου. Μόνο αν άφηνε ο Καμαρώτος.
Το ταξίδι το περνούσαν οι επιβάτες της Γ’ Θέσης στους αλουέδες, τους
διαδρόμους του πλοίου, τους οποίους έκλειναν με μουσαμάδες για να μην
έρχεται η θάλασσα ζεστή-ζεστή και να τους καταβρέχει.
Η έννοια του επιβάτη-καταστρώματος εδώ έβρισκε την κυριολεκτική της
έννοια.
Μέσα στο κρύο οι επιβάτες υπέμεναν καρτερικά τις ώρες μέχρι να
φτάσουν στο πολυπόθητο λιμάνι.
Το καλοκαίρι τα πράγματα ήταν αισθητά καλύτερα.

Αλλά το χειμώνα οι συνθήκες ήταν συχνά άγριες.
Μόνοι όσοι τα έζησαν μπορεί να το καταλάβουν.

Αρχείο Αντώνη Λαζαρή

Η ταξική διαφορά από την
Α’ στην Γ’ Θέση

Στην πρώτη θέση οι συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες. Το χειμώνα ήταν
πολύ πιο ζεστά, οι καμπίνες ήταν βολικές και το σαλόνι και το εστιατόριο
του πλοίου πρόσφεραν συνθήκες χλιδής συγκριτικά με τους αλουέδες.
Σαν δύο κόσμοι διαφορετικοί.
Το να κοιμάσαι σε καμπίνα ήταν απολαυστικό.
Το να κοιμάσαι στο κρύο κατάστρωμα ήταν εμπειρία για γερά νεύρα.
Όταν σου ερχόταν στο πρόσωπα το θαλασσινό νερό ένιωθες πως στέρεψε
οριστικά όση υπομονή είχες.
Συχνά κάποιοι κατέφευγαν πίσω από το φουγάρο του πλοίου, όπου είχε
μια κάποια ζεστασιά.
Σε σχέση με τους επιβάτες που έτρωγαν στο εστιατόριο της Α’ Θέσης, οι
επιβάτες της Γ’ Θέσης βολεύονταν με ψωμί, κρεμμύδι, ελιές και στην
καλύτερη περίπτωση με κεφτεδάκια και άλλες εύγευστες μικροαπολαύσεις.
Αλλά και πάλι το χειμώνα το κρύο δεν παιζόταν εύκολα.
Τις πολύ πιο παλιές εποχές

Ας γυρίσουμε, όμως, ακόμα πιο παλιά στο χρόνο. Κάπου στα τέλη του
19 ου αιώνα και στις αρχές του 20 ου αιώνα. Με οδηγό το εξαιρετικό βιβλίο
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη «Με του Βοριά τα κύματα» (Εκδοτικός
Οργανισμός Π. Κυριακίδη) θα επιστρέψουμε στα φοβερά και τρομερά
Ατμόπλοια της παλιάς εποχής.
Εδώ οι συνθήκες ήταν πολύ πιο δύσκολες.
Μπροστά τους το «Κανάρης», το «Μιαούλης», το «Μυρτιδιώτισσα», το
«Έλενα», το «Μοσχάνθη»,το «Αγγέλικα» θα έμοιαζαν πραγματικά με
κρουαζιερόπλοια.

Φωτογραφία Γιάννη Καούρη

«Ελληνική Ακτοπλοΐα»
Αλέξανδρου Μωραϊτίδη

«Της Ελληνικής ακτοπλοΐας τα ατμόπλοια μου κάμνουν πάντοτες την
εντύπωσιν κάρρου αθηναϊκής μετακομίσεως, όπου οι επιβάται ρίπτονται
αναμίξ ως έπιπλα, ώστε μέσα εις εκείνον τον ελεεινόν συμφυρμνόν να
χάνη κανείς μίαν τόσον ωραίαν απόλαυσιν, ως είνε η απόλαυσις ενός
ταξειδίου.
Εκεί όπου θέλει κανείς να θαυμάση το διωγμόν των κυμάτων, όμοιον
προς φυγήν ποίμνης διωκόμενης υπό λύκων, δεν είναι δύσκολον να δεχθή
επί της κεφαλής του στομαχικάς υπερκειμένων του διαταράξεις, ή πάλιν,
ενώ αμέριμνος κρατεί τον κυαθίσκον του καφέ, έτοιμος να τον απολαύση,
ρουφιξιάν προς ρουφιξιάν, ανθορραντισμένον με της θαλασσινής αύρας
την ευωδίαν, τον όντως ερατεινόν καφέν, δεν είνε απροσδόκητον να ίδη
τον κυαθίσκον του πλημμυρισμένον από των γειτονικών του επιβατών τα
ναυτιάσματα.
Αι προσεγγίσεις έχουσι πολύ το διασκεδαστικόν. Θα ίδη κανείς χωριά
Ελληνικά και Έλληνας χωρικούς. Πρασινάδαις και λειβάδια παραλιακά,
και θαλασσοσπιτάκια, οπού σαν τα κογχύλια να ηλιάζωνται επάνω εις
τους βράχους.

Όλοι οι επιβάται εις το πόδι

Όλοι οι επιβάται εις το πόδι. Άλλοι να βγουν. Άλλοι να μπουν. Οι
βαρκαδόροι σε τραβούν από το σακκάκι, να σε βγάλουν με το ζόρι:
– Για έξω, αφεντικό!
Άλλοι περιποιητικώτεροι αυτοί, αρπάζουν τας αποσκευάς σου
ανερώτητα, και σε προσκαλούν ευγενέστατα:
– 0ρίστε, αφεντικό. Γλήγορα ,να μη μείνετε μέσα!
Παρέκει δύο βαρκαδόροι διαπληκτίζονται περί των ξένων αποσκευών,
τας οποίας εφορτώθησαν αμφοτέρωθεν, εισδύσαντες κάτω εις τας
θέσεις, και διά τούτο διόλου δύσκολον να ίδη ο επιβάτης θραυόμενα
τα φορτσέρια του από δυο οπού μαλόνουν εις ξένον αχυρώνα.

– Πού είνε η σκάλα,παιδί;
Οι δρόμοι όλοι πιασμένοι από τας αποσκευάς. Ύστερον από αρκετόν
αγώνα υπερνικάς ένα λόφο μπαούλων, με κίνδυνον να πέσης εις το
ανοικτόν κύτος, αλλ’ ιδού ο δρόμος συμφράσσεται πάλιν από νέαν
εισβολήν. Μία οικογένεια ολόκληρος, μήτηρ και πέντε τέκνα, κείνται
ακριβώς επί της σκάλας σαν πεθαμένοι όλοι, από σάλον. Εάν τέλος
πάντων κατορθώσης να σωθής από την σκύλλαν, μη μακαρίζεις ακόμη
τον εαυτόν σου, διότι σε αναμένει η χάρυβδις. Ολόκληρος ποίμνη με
τους σανούς και τους κόπρους, κατέναντι ακριβώς της σάλας της
πρώτης θέσεως, ωα αγροκήπιον τεχνητόν διά την όρασιν και την
όρεξιν …»

Τα χρόνια περνούν

Αυτές ήταν περίπου ο συνθήκες ταξιδιού στα παλιά πλοία. Και όταν με
το καλό έφτανε το πλοίο στο λιμάνι, ξεκινούσε ο Γολγοθάς της
αποβίβασης, η οποία γινόταν κατά κύριο λόγο με τις βάρκες.
Το πλοίο έμενε αρόδου, καθώς μώλος δεν υπήρχε,και οι βαρκάρηδες
αναλάμβαναν το δύσκολο έργο της μεταφοράς των επιβατών και των
αποσκευών τους στο λιμάνι.
Όταν, μάλιστα το λιμάνι ήταν ανοιχτό και η θάλασσα αγριεμένη, η
αποβίβαση απαιτούσε τύχη και τόλμη.
Δεν ήταν και λίγοι οι επιβάτες που κατά καιρούς έπεφταν στη
θάλασσα…

Οι αεροπορικές θέσεις
και η καινούρια εποχή

Όταν μπήκαν στα πλοία οι θέσεις αεροπορικού τύπου αυτό αποτέλεσε
πραγματική επανάσταση.
Πάνε οι αλουέδες, πάνε και τα πολλά βρεξίματα στα καταστρώματα.
Σιγά-σιγά φτιάχτηκαν και οι μώλοι στα λιμάνια.
Σήμερα τα πλοία πλευρίζουν κανονικά, βαρκάρηδες δεν υπάρχουν και τα
καράβια σε τίποτα δεν θυμίζουν τα παλιά καράβια.

Φωτογραφία Αντώνη Λαζαρή

Παρόλα αυτά, ακόμα και σήμερα υπάρχουν κάποιοι λίγοι που νοσταλγούν
τα παλιά πλοία και τις δύσκολες συνθήκες του ταξιδιού.
Οι μυρωδιές, οι φωνές, τα πολλά γέλια, τα γλέντια που κατά φορές
στήνονταν αυτοσχέδια στα καταστρώματα.
Ήταν μια τελείως διαφορετική αίσθηση.
Για τους περισσότερους σήμερα θα έμοιαζε με ταξίδι επιβίωσης.
Παρόλο αυτά κάποιοι φαίνεται να νοσταλγούν τον παλιό καιρό ….
«Κανάρης», «Μιαούλης», «Καραϊσκάκης», «Καδιώ», «Κωστάκης
Τόγιας», «Έλενα», «Μοσχάνθη», «Αγγέλικα», «Δέσποινα»,
«Παντελής», «Ιόνιον», «Αρκαδία», «Λητώ» «Οία», «Μυρτιδιώτισσα»,
«Κάλυμνος» ….
Ονόματα πλοίων μιας παλιάς περασμένης εποχής …..

Φωτογραφία Αντώνη Λαζαρή
Advertisements