Τα πρόσωπα που μας σημάδεψαν είναι τα πρόσωπα της παιδικής μας ηλικίας.
Η γιαγιά και ο παππούς …
Τα μαγικά καλοκαίρια της Σίφνου …
Το κυρά-Μαρώ άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στη ζωή μας.
Η απόλυτη γιαγιά-αφέντρα.
Αεικίνητη, ακαταπόνητη, αβάρετη όπως της άρεσε να λέει.
Η ζωή της φέρθηκε σκληρά, καθώς έχασε τη μητέρα της, την Ανδριάννα Τρούλλου (το γένος Μανού), σε ηλικία 12-13 ετών, το 1918, από την θανατηφόρα πανδημία της γρίπης που σάρωσε τότε την Ευρώπη.
Το κυρά-Μαρώ ήταν δεν είτανε τότε 12-13 ετών και, όπως ήταν αναμενόμενο, ανάλαβε αυτή το ρόλο της μάνας στην οικογένεια.
Η μικρότερη αδελφή, η Χρυσούλα, ήταν μόλις δεκαεπτά μηνών.
Τα αδέλφια ήταν ο Απόστολος, ο Κωνσταντής, ο Γιώργης, η Μαργαρίτα, η Φλώρα και η Χρυσούλα.
Και ο πατέρας, βέβαια, από κοντά, ο Νίκος ο Τρούλλος.
Δύσκολα χρόνια,δύσκολες εποχές.
Αλλά οι άνθρωποι τότε ήταν δυνατοί και κατάφερναν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες.
Το κυρά-Μαρώ παντρεύτηκε τ’ Αντωνάκη το Μάρκου,κάπου στα 1927.
Το ζευγάρι έμεινε μαζί 60 χρόνια μέχρι το 1987 όταν το Αντωνάκη σαλπάρησε για μακριά.
Το ζευγάρι απέκτησε οκτώ παιδιά, το Γιάννη, την Ανδριάννα, το Νίκο, τη Ροδόπη, το Μανώλη, το Γιώργη, τη Σμαράγδα και τον Παναγιώτη.
Ο Γιάννης γεννήθηκε το 1928 και ο Παναγιώτης μέσα στην Κατοχή, το 1942.
Οι δυσκολίες ήταν πολύ μεγάλες, τα παιδιά πολλά, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί πολύ απαιτητικοί.
Η ασθένεια του Παναγιώτη τη σημάδεψε.
Κατάφερε να το σώσει το παιδί κάνοντας τάμα στον Άγιο Συμεών τον Αψηλό, τον οποίο πήγαινε τακτικά και άναβε το καντήλι του μέσα στη νύχτα, κοντά στις 5 ώρες να πάει και να έρθει.
Κάθε Σάββατο το σπίτι είχε την τιμητική του, καθώς άναβε ο φούρνος και έπρεπε να ετοιμάσει τα ψωμιά, τα φαγητά και τα ρεβύθια.
Και, βέβαια, ήταν η μέρα της γιορτής, καθώς πολλοί συγχωριανοί έφερναν τα ψωμιά,τα φαγητά και τα τσικάλια τους στον φούρνο που άναβε ευλαβικά το Αντωνάκη και στη συνέχεια ο Γιάννης.
Το κυρά-Μαρώ μας έμαθε πάρα πολλά.
Πάνω από όλα μας έμαθε τι σημαίνει να ζεις απλά και μετρημένα.
Άσχετα,αν οι περισσότεροι από μας ήταν σχεδόν ακατόρθωτο να τη φτάσουμε έστω και στο μικρό της δαχτυλάκι.
Ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς πώς μπορούσε να τα προλάβει όλα όσα έκανε.
Πόσες ώρες, άραγε, να κοιμόταν;
Σου έδινε την εντύπωση ότι κοιμόταν πόλύ λίγο.
Νοιαζόταν για όλα και τίποτα δεν το άφηνε ποτέ στην τύχη του.
Πολλές φορές γινόταν κάπως αυταρχική, καθώς απαιτούσε ο λόγος της και η απόψή της να γίνονται σεβαστές.
Στη Βόλτα της Χρυσοπηγής ήταν πάντα εκεί κρατώντας το φαναράκι της ….
Αρχετυπική μορφή της ζωής μας ….
“Έφυγε στα τέλη του Γενάρη του 1994,στα ογδόντα εννιά της χρόνια …
Για μας η Σίφνος από τότε είναι πιο πτωχή …
Είμαστε, όμως, σίγουροι ότι από ψηλά που είναι δεν σταματά ούτε λεπτό να μοιάζεται για όλα τα παιδιά, τα εγγόνια, τους συγγενείς, τους ανθρώπους που ένιωθε κοντά της.
Ήταν όλοι τους παιδιά της ……