Νίκος Καββαδίας
Από την μακρινή και αφιλόξενη Μαντζουρία
στην Κεφαλονιά, τον Πειραιά και από εκεί σε ολόκληρο τον κόσμο.
Από τη Ραφήνα στο Nossi Be, την Κόρδοβα, τις ακτές της Αφρικής, τη Μπούρμα, τη Μπατάβια ….
Παρέα με τον Γουΐλι, το μαύρο θερμαστή…
Αναζητώντας ένα μαχαίρι
Ανεμίζοντας για μια στιγμή το μπολερό
Βάρδια πλάϊ σε κάβο φαλακρό
Άγιε Νικόλα φύλαγε κι άγια Θαλασσινή
Μπάσσες στεριές ήλιος πυρρός και φοινικιές
Σχίζοντας τις θολές γραμμές των οριζόντων
Σκαρώνοντας στο τζαμι ένα καράβι
Κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια
Από την μακρινή και αφιλόξενη Μαντζουρία
Ο γενέθλιος τόπος για τον ποιητή είναι το μακρινό Χαρμπίν της Μαντζουρίας. Εδώ αντίκρισε για πρώτη φορά το φως της ζωής ο ποιητής από την Κεφαλονιά τον Ιανουάριο του 1910.
Το 1914 η οικογένεια Καββαδία επέστρεψε γρήγορα από την μακρινή και αφιλόξενη Μαντζουρία. Το Αργοστόλι θα φιλοξενήσει για λίγο την οικογένεια του ποιητή.
Ο πατέρας του, ο ονειροπόλος Χαρίλαος Καββαδίας θα επιστρέψει τελευταίος από την Άπω Ανατολή. Ο παλιός τροφοδότης του τσαρικού στρατού έχει χάσει όλα όσα με κόπο και ρίσκο είχε κερδίσει τα προηγούμενα χρόνια.
Ο Νίκος Καββαδίας αναγκάζεται να αφήσει την Ιατρική Σχολή στην οποία είχε γραφτεί. Η μοίρα έχει κανονίσει για αυτόν να γίνει ναυτικός. Σύντομα θα βρει τη ρότα του και θα πρωτομπαρκάρει στα 1928 με το «Άγιος Νικόλαος». Είναι, μόλις, δεκαοκτώ ετών.
Τα πρώτα ποιήματα είναι τα ποιήματα που θα γράψει ως μαθητής
και θα τα δημοσιεύσει στην μαθητική εφημερίδα που ο ίδιος έβγαζε.
Το 1933 θα εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μαραμπού».
Ο τίτλος της συλλογής προέρχεται από το πουλί που ζει στις ανοικτές σαβάνες και τους βάλτους της τροπικής Αφρικής. Από εδώ και πέρα πήρε και ο ίδιος ο Καββαδίας θα υιοθετήσει το προσωνύμιο του συγκεκριμένου πουλιού.
«Το χέρι τρέμει… Ο πυρετός… Ξεχάστηκα πολύ
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω…»
Η αιώνια φυγή θα γίνει για πάντα ο μπούσουλάς του. Ταξίδια μακρινά, ταξίδια κοντινά, ταξίδια ζωής. Νοσταλγεί την επιστροφή στην πατρίδα και τους δικούς του ανθρώπους. Αλλά μετά τις πρώτες ημέρες στην στεριά νοσταλγεί και πάλι τη θάλασσα και θέλει να φύγει:
«Μ’ απόψε, τώρα πού έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη».
«Δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια».
Τα ταξίδια με τα φορτηγά, όμως, θα μείνουν για πάντα ο μεγάλος του καημός και η μεγάλη του λαχτάρα. Θα αναγκαστεί να τα αποχωριστεί, αλλά πάντα θα τα νοσταλγεί.
«Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ’ τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί».
Ο Νίκος Καββαδίας, ο αγαπημένος μας Μαραμπού, συνεχίζει πάντα να ταξιδεύει στις ζεστές θάλασσες του Νότου.
«Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό»
Το καράβι του είναι ένα παλιό φορτηγό που ταξιδεύει αργά και σταθερά προς την μακρινή Κίνα, το γενέθλιο τόπο όπου αντίκρισε για πρώτη φορά το φως της ζωής ο ποιητής από την Κεφαλονιά τον Ιανουάριο του 1910.
Το ταξίδι κυλά αργά και βασανιστικά.
Αλλά το ταξίδι αυτό είναι ταυτόχρονα η παντοτινή λύτρωση του.
«Να ζεις στην ίδια πολιτεία παντοτινά
και να `χεις των αναχωρήσεων τη μανία,
μα φεύγοντας απ’ το γραφείο τα βραδινά
να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία.
Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,
μες στα ποστάλια πλήττεις βλέποντας τουρίστες,
το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Ραγκούν
είν’ ένα πράγμα που σκοτώνει τους αρτίστες»