![]() |
Το “Κανάρης” στο λιμάνι του Πειραιά. Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον Albert Novelli. |
Ας γυρίσουμε νοερά αρκετά χρόνια πριν….
Ας επιστρέψουμε στη Σίφνο
στα τέλη της δεκαετίας του ’60
και στις αρχές της δεκαετίας του ’70
Οι συνθήκες ζωής είναι αρκετά διαφορετικές σε σχέση με το σήμερα.
Τα πλοία για τη Σίφνο είναι λιγοστά.
Είναι το “Κάλυμνος”, το “Κανάρης”, το “Μιαούλης”.
Τη Μεγάλη Πέμπτη ο Σύνδεσμος Σιφνίων ναυλώνει καράβι για τη μεταφορά της Σιφνιών της Αθήνας.
Το πλοίο φθάνει στις Καμάρες κατά τις έξι με επτά το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης.
Και την ώρα που στις εκκλησίες ψέλνονται τα Δώδεκα Ευαγγελία οι Σιφνιοί της Αθήνας έμπαιναν στις εκκλησίες.
Για όσους το έζησαν οι στιγμές ήταν μαγικές …
Μια ιεροτελεστία της Άνοιξης, της Πίστης και της Ζωής ….
Σχετικώς ο Σύνδεσμος Σιφνίων ανακοινοί τα εξής:
“Προς εξυπηρέτηση των πολυπληθών εκδρομέων διά Σίφνον επ’ ευκαιρία του Πάσχα, η Ατμοπλοΐα Νομικού απεδέχθη θερμήν παράκληση του Συνδέσμου διά την έκτακτον δρομολόγησιν του Δ/π “Κανάρης” την Μεγάλην Πέμπτη, με αναχώρηση εκ Πειραιώς την 12η μεσημβρινήν ακριβώς.
Πλοία εκ Καμαρών Σίφνου διά Πειραιά:
Την Κυριακήν του Πάσχα, την Δευτέραν και την Τετάρτην της Διακαινησίμου το “Κάλυμνος”.
Το εκδρομικόν “Κανάρης” την Πέμπτην.
Εάν παραστή ανάγκη θα διέλθη εκ Σίφνου την Τρίτην και το εκ Ρόδου ερχόμενον πλοίον της εταιρείας Νομικού”.
To “Κάλυμνος” στο λιμάνι της Σίφνου. Φωτογραφία από το Αρχείο του Σταύρου Καλογήρου. Και με την ευκαιρία του Πάσχα, ας διαβάσουμε ένα ακόμα εξαιρετικό ευθυμογράφημα του Μανώλη Κορρέ που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα “ΣΙΦΝΑΪΚΗ ΦΩΝΗ”, τον Απρίλιο του 1970:
|
“Εδά, το Πάσκα, στη Σίφνο μας ….” |
Και να σου λέει ο καμένος για τις δυσκολίες που βρίσκει κι εσύ να σκέφτεσαι, ίντα με μέλλει εμένα, εγώ μια φορά θέλω να πάω στη Σίφνο, έτσι και μου χαλάσεις το πρόγραμμα, αλλοίμονό σου …
Και να γράφεις στην ανιψιά σου, καμωρή, φρόντισε το σπίτι να’ναι χαζίρι, κάτσε και κάμε τις αρμοί μέχρι όξω το δρόμο να μη μας έρχουνε τίοτα ξένοι και ντροπιαστούμε ….
Εσύ που ξαίρεις πιο πολλά γράμματα, θέλω να μου το εξηγήσεις. Ίντα διάτανο, Θε μου συχωρεσέ μου, είναι αυτοδά που μας πιάνει για τη Σίφνο;
Είδα τις προάλες τον Ευάγγελο Παντάζογλου. Τονε ξαίρεις; Έλα Παναγιά μου! Καέ αυτός που έχει πάρει την Ερήνη του Δημητριάδη, της κερα-Μαρίας την κόρη. Ήτανε, λέει, στον Καναδά κι ήρχε για δυο μέρες για να φύει να παέι ε θυμούμαι πού, στην Κίνα ‘, στην Ιαπωνία, μου’πε, θα σε γελάσω. Ήτανε το λοιπόν να κάτσει τρεις μέρες να ξεκουραστεί με τη φαμίγια του. Και ξαίρεις ιντάκαμε; Σηκώθηκε κι ηπήε στη Σίφνο, του σκοτωμού που λένε, πήε, λέει, να μυρίσει μια σταγιά φασκομηγιά, να προσκυνήσει τον Άη Σώστη, να βγάλει και φωτογραφίες να τσε βλέπει στην ξενητειά να ξεραθυμά. Τον είδα στο δρόμο και μου τα’πε.
Μαγνήτη έχει, Άννα μου, παναθεματηνε. Μαγνήτη έχει …
Πήα προχτές στην εκκλησιά ν’ ακούσω τις τελευταίοι χαιρετισμοί. Τι εκκλησιά δηλαδή, που ηκαθούμουνε απόξω στα σκαγιά γιατί εν είχε τόπο ναμπω μέσα κι ήκουα ένα μεγάφωνο. Θε μου συχώρα με, μονάχα χαιρετισμοί εν ήτανε αυτοιδά. Ηστεκούμουνα το λοιπό εκειδά στην πεντζούλα και σιγόψελνα κι εγώ, όπου, γυρνά μια σουρλουλού και μου κάνει την παρατήρηση “Πάψε, κερά μου, κι είσαι και φάλτσα”. Να σου πω ε τσέπα τίοτα γιατί εν ήξαιρα ίντα θα πη αυτοδά, μα καθώς γύρισα σπίτι και μου το ξήγησε ο ανιψιός μου ξεκαρδισμένος στα γέγια, ηκόρωσα. Έγνοια σου κι άμα την ξαναδώ θα τηνε στολίσω κατά πώς πρέπει.
Ε μωρέ, τότες δα στο νησάκι μας … Τι μεγαλείο οι χαιρετισμοί, τι μεγαλείο η Μεγαλοβδομάδα, τι μεγαλείο το στόλισμα του Επιτάφιου, τι μεγαλείο το Πάσκα…
Θυμάμαι Πάσκα στην Κόχη, ν’ ανέβη ο Παπαντώνης κι ο Παπα-Νικολάκης, Θεός συχωρέσει τους, στο τοιχαράκι του δρόμου, να πιάνει να διαβάτζει το Βαγγέγιο ο Παπαντώνης, να φουσκώνει η ψυχή σου από χαρά, αείτονε ο Χριστός μας που ανεστήθηκε, ν’ ακούς τα βαρελότα και τις τρακατρούκες, να’ναι και πεντέξε που το μόνο που κάνανε ήτανε να βγάλουνε από τς ντζέπφες τους αυγά και να τα τρώνε, οι λιμασμένοι, και θυμούνται το λοιπό, που ο Παπαντώνης (που τον ελέανε και παπαμπούκο) ησταμάτησε μια βολά το Βαγγέγιο για να τους κάνει παρατήρησι. Και την άλλη μέρα, που ένας του παραπονέθηκε πως τον ήκαμε ρεζίλι, ο Πανατώνης του’πε:
“Μα πράγματα είναι αυτά, τέκνον μου, να σε βλέπω να τρως εσύ και μένα να τρέχουνε τα σάλια μου!”
Α καμωρή Άννα μας, μέρες αλησμόνητες, χρόνια αλησμόνητα…
Να πορπατάς στο δρόμο, ν’ ακούς ευχές, να δέχεσαι κεράσματα, να’σαι στο περιβόλι του Θεού που λένε, με μια Σίφνο λουλουδιασμένη κι αυτεσδά οι αναμνήσεις που με κάνουνε να μη μπορώ να σταθώ μακριά από τη Σίφνο τέτοιες μέρες;
Ετσαδά θαρρώ, χαρώ σε ….