Ο ΝΙΚΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΙΜΟΥ
Κάθε λιμάνι έχει τις δικές του χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες.
Είναι οι άνθρωποι που όλη τους η ζωή περιστρέφεται γύρω από το λιμάνι.
Είναι οι καβοδέτες, οι ταβερνιάρηδες, οι μαγαζάτορες.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι η ολοζώντανη ψυχή του λιμανιού.
Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι και ο Νικολός του Σίμου.
Ένας γνήσιος Καμαριανός.
Ο γιος του Σίμου και της Κατερίνας Ποδότα, το Κατέ του Σίμου όπως την φώναζαν όλοι.
Αδελφός του Λευτέρη, του Γιώργη, της Μαργαρίτας και της Αγλαΐας.
Ο άνδρας της Βαγγελιώς.
Ο πατέρας του Σίμου και της Αρετής.
Ο άνθρωπος που έχει εξυπηρετήσει κυριολεκτικά άπειρους επιβάτες από τη δεκαετία του ’70 και μέχρι σήμερα. Πενήντα ολόκληρα χρονιά.
Η ιστορία μας ξεκινά το 1960.
Τη χρονιά αυτή ο Σίμος, ο πατέρας του Νικολού, ξεκινά να δουλεύει στις βάρκες μαζί με τον Γιώργη τον Καμπουράκη, μιας και ο ίδιος δεν είχε δική του βάρκα.
Μετέφεραν κόσμο και εμπορεύματα από τα πλοία της γραμμής.
Ξεφόρτωναν όλα τα φορτηγά πλοία που έφταναν μέχρι τις Καμάρες.
Στην πορεία ο Σίμος έκανε τη δική του βάρκα, το “ΚΑΤΕ του ΣΙΜΟΥ”.
Όταν ξεκίνησε μετέφερε μόνο πράγματα, ήταν δηλαδή “μπαρκαρούτσος, έλεγαν τότε.
Την βάρκα αυτή την έχει σήμερα ο Γιάννης ο Μαυρογιάννης, ο οποίος έχει παντρευτεί την κόρη του Νικολού, την Αρετή.
Από το 1972 και μετά, όταν έγινε ο μώλος των Καμαρών, πήγαν όλοι οι παλιοί βαρκάρηδες καβοδέτες.
Το πρώτο πλοίο που έδεσαν ήταν το “Οία” του Κατσουλάκου.
Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Από το 1960 και μετά τρεις γενιές Ποδότα έχουν δουλέψει στο λιμάνι και συνεχιζουν να δουλεύουν.
Από το 1960 περίπου μέχρι το 1972 ο μεγάλος Σίμος.
Από 1972 έως το 2000 ο Νικολός.
Και από 2000 έως σήμερα ο Σίμος ο νεότερος.
Και αν κάποιος νομίζει ότι η δουλειά του καβοδέτη είναι εύκολη, σίγουρα κανει μεγάλο λάθος.
Οι άνθρωποι αυτοί συχνά διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να δέσουν το πλοίο με ασφάλεια.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τι γίνεται κάθε φορά που έχει δυνατό πουνέντε στις Καμάρες.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον τιτάνιο αγώνα των ανθρώπων για να δέσουν το πλοίο στο κεφαλόσκαλο των Καμαρών, όταν ο καταπέλτης του καραβιού χωρούσε ίσα-ίσα στο μώλο.
Όλα αυτά πριν το 1989, όταν έγινε η επέκταση του μώλου.
Αλλά και τώρα, τα πράγματα πολλές φορές δεν είναι και πολύ καλύτερα.
Ο Νικολός του Σίμου είχε μπαρκάρει στα καράβια, όταν ήταν 16 χρονών. Μπαρκάρισε 16 χρονών και γύρισε μετά από 4 χρόνια. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια μπάρκο. Για εκείνη την εποχή όχι κάτι ασυνήθιστο. Στα καράβια ο Νικολός έγινε μάγειρας.
Στη συνέχεια, όμως, προτίμησε να μείνει μόνιμα στη Σίφνο.
Ανέλαβε την ταβέρνα του πατέρα του, το θρυλικό “Οινοζυθεστιατόριον ο Σίμος”.
Στην πορεία η ζωή του συνδέθηκε με το Βαγγελιώ.
Δούλεψαν μαζί την ταβέρνα.
Με μεράκι, με κέφι και αγάπη περισσή.
Και ποιος δεν θα ξεχάσει τη μικροκαμωμένη Βαγγελιώ να κουβαλά εκείνο τον μεγάλο δίσκο με τα πεντανόστιμα φαγητά.
Μια παραδοσιακή οικογενειακή επιχείρηση που συνέβαλλε και αυτή με τη σειρά της στην ανάπτυξη του τουρισμού στη Σίφνο.
Και πόσοι δεν γεύτηκαν τις νοστιμιές του Νικολού όλα αυτά τα χρόνια.
Τα χρόνια πέρασαν.
Το Βαγγελιώ πριν από λίγα χρόνια μίσεψε για ένα μακρινό ταξίδι.
Οι κάβοι της ζωής της λύθηκαν για πάντα.
Το χτύπημα για τον Νικολό ήταν πολύ βαρύ.
Όμως, δεν το έβαλε κάτω.
Συνεχίζει να κρατά ανοιχτή την ταβέρνα χειμώνα-καλοκαίρι.
Και εκεί ψηλά σίγουρα το Βαγγελιώ θα χαίρεται που η ταβέρνα είναι ακόμα ανοιχτή.
Ο Νικολός την ανοίγει από το πρωί. Ψήνει καφέδες στους ψαράδες, τους λιμενικούς και στους λιγοστούς θαμώνες του λιμανιού το χειμώνα.
Και το μεσημέρι πάντα θα υπάρχει ένα ζεστό πιάτο φαγητό.
Όμορφες ιστορίες απλών ανθρώπων.
Η ζωή ομορφαίνει χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Νικολό του Σίμου.