Ο Αντώνης ο Καμπουράκης,
μια γνώριμη μορφή του λιμανιού των Καμαρών
Πρώτο Μέρος
Ο Αντώνης ο Καμπουράκης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις.
Τον γνωρίζουν οι πάντες.
Είναι ένας από τους καβοδέτες της Σίφνου, τους ανθρώπους που παντός καιρού βρίσκονται στο πόστο τους για να συνδράμουν στο δέσιμο του καραβιού
Είναι τέταρτης γενιάς καβοδέτης.
Συνεχιστής μια μεγάλης οικογενειακής παράδοσης.
Η ιστορία ξεκινά από τον προπάππου του, συνεχίζεται με τον παππού του, ακολουθεί ο πατέρας του και τώρα είναι αυτός που κρατάει το βιλάϊ και καπελώνει τους κάβους στις πίντες.
Πολλές θύμησες, πολλά βιώματα, πολλές ιστορίες.
Από την ηλικία των οκτώ ετών βρίσκεται στο λιμάνι.
Όπως λέει και ο ίδιος χαρακτηριστικά:
«Το λιμάνι το έχω φάει με το κουτάλι»
Οι βαρκάρηδες των Καμαρών
«Οι βαρκάρηδες στις Καμάρες τα πιο παλιά χρόνια ήταν πέντε:
– Ο Σίμος ο Ποδότας
– Ο Μπελενιός
– Ο Μπουλής
– Ο Νικολός του Σταύρου
– Ο Αντώνης ο Καμπουράκης (ο παππούς του Αντώνη)
Ο παππούς του ανέλαβε μετά τον πόλεμο και είχε δύο βάρκες. Το καλοκαίρι οι βαρκάρηδες χρησιμοποιούσαν δύο βάρκες, μία για τους επιβάτες και μία για τις αποσκευές τους
Ο κάθε βαρκάρης είχε τους δικούς πελάτες.
Ο επιβάτης του βαποριού δεν έμπαινε σε όποια βάρκα ερχόταν πρώτη, αλλά περίμενε να έρθει η συγκεκριμένη βάρκα, π.χ. του Καμπουράκη».
Το ξεκίνημα
Το βάπτισμα στη δουλειά του Αντώνη του Καμπουράκη, του σημερινού καβοδέτη, έγινε το 1970, σε ηλικία οκτώ ετών.
«Ήμουν μαζί με τον πατέρα μου και τον παππού μου. Εμένα με είχαν στη μηχανή να κάνω κράτει και πρόσω τη μηχανή.
Είχαμε δύο βάρκες, στη μία κουβαλάγαμε τον κόσμο και στην άλλη βάρκα βάζαμε τις βαλίτσες και τα πράγματα. Η βάρκα με τον κόσμο είχε μηχανή και τράβαγε την άλλη από πίσω που δεν είχε μηχανή.
Το 1971 είχαμε πάει στο «Κάλυμνος» να ξεφορτώσουμε. Γυρίζοντας στο μώλο μας φώναζαν να κάνουμε γρήγορα. Είχε γεννήσει η μάνα μου τον αδελφό μου.
Το 1972 ήρθε η μεγάλη μας βάρκα, η λάντζα μας το «‘Άγιος Σπυρίδων».
Το «Οία»
«Μια μέρα του καλοκαιριού του 1972 είχαμε φορτώσει τις βαλίτσες στη μία λάντζα και τους επιβάτες στην άλλη.
Και ήρθε το «Οία» και πλεύρισε κανονικά στο μώλο που ήταν ακόμα υπό κατασκευή και δεν είχε τελειώσει το έργο.
Ήταν το πρώτο πλοίο που πλεύρισε στο μώλο των Καμαρών.
Ο κόσμος μπήκε κανονικά στο πλοίο από την δεξιά πλευρά.
Και εμείς πήγαμε και φορτώσαμε τις βαλίτσες από τον μπαρκαρούτσο από την άλλη πάντα του πλοίου.
Μια άλλη φορά, κάπου δύο χρόνια αργότερα, φθάνει με δυνατό σορόκο το ίδιο βαπόρι που στο μεταξύ έχει μετονομαστεί σε «Λητώ».
Καπετάνιος μπορεί να ήταν ο καπετάν-Κούλης Μαστροκόλιας.
Το βαπόρι δεν μπόρεσε να κρατηθεί και χτύπησε κάνοντας ένα ρήγμα 10 μέτρα.
Αμέσως το καλουπώσανε, ρίξανε τσιμέντα και το ρήγμα μπαλώθηκε.
Θυμάμαι ότι ο καπετάν-Κούλης Μαστροκόλιας είχε περάσει από το «Λητώ» (το πρώην «Οία»). Αργότερα μας ήρθε καπετάνιος στο «Αλκυών», στο «Γεώργιος Εξπρές», ενώ την καριέρα του την έκλεισε στο «Ποσειδών Εξπρές».
Η οικογένεια Καμπουράκη
«Ο πάππους μου, ο Αντώνης, ήταν γεννημένος το 1900.
Στο λιμάνι πρέπει να δούλεψε σίγουρα μετά τον Πόλεμο, ίσως βέβαια και πριν από τον Πόλεμο.
Στη συνέχεια ο παππούς μου δούλεψε για κάποια χρόνια και με τον πατέρα μου.
Ο πατέρας μου αφού τελείωσε από στρατιώτης δούλεψε συνέχεια στο λιμάνι.
Και αργότερα, βέβαια, δούλεψα και εγώ μαζί με τον πατέρα μου.
Έτσι γινόταν.
Η μία δουλειά διαδεχόταν την άλλη, αλλά για κάποια χρόνια συνυπήρχαν οι γενιές και μάθαιναν οι νέοι τα μυστικά της δουλειάς».
Πότε θα έρθει το παπόρι;
«Κανείς δεν ήξερε πότε ακριβώς θα έρθει το βαπόρι.
Μπορεί να χρειαζόταν να περιμένουν δυο-τρεις, ακόμα και τέσσερις ημέρες, μέχρι να έρθει το καράβι.
Μια φορά μου είπε ο πάππους μου ότι περιμέναμε το βαπόρι στη Σίφνο και αυτό δεν είχε πάει ακόμα στον Πειραιά από το προηγούμενο δρομολόγιο.
Οι επιβάτες περίμεναν στα μαγαζιά των βαρκάρηδων.
Εκεί έπιναν καφέ ή τσάι και εκεί έτρωγαν ότι βρισκόταν.
Εκείνη την εποχή τίποτα δεν ήταν δεδομένο.
Και σήμερα αν καθυστερήσει το βαπόρι έστω και πέντε λεπτά αρχίζουν κάποιοι επιβάτες να βρίζουν και να διαμαρτύρονται».
Οι επιβάτες των καραβιών
Η κάθε βάρκα έπαιρνε επτά- οκτώ, δέκα επιβάτες.
Όταν δεν είχε κόσμο δυο-τρεις βάρκες κάνανε από ένα δρομολόγιο
Καμιά σαρανταριά άτομα έφευγαν το πολύ κάθε φορά.
Η λάντζα μας
«Την λάντζα την έφεραν από τις Σπέτσες τον Φεβρουάριο του 1972 και οι Σπετσιώτες την είχαν πάρει από τη Σάμο.
Άλλα δύο χέρια πριν από μας.
Το όνομα το είχε από πριν.
Και μετά ξεκινήσαμε τα δρομολόγια της Χερρονήσου αφού το βαπόρι ξεκίνησε να πλευρίζει
Στην αρχή κάναμε δύο και τρία δρομολόγια.
Ο δρόμος
Στο παρθενικό ταξίδι πήγαμε το Νικολό του Σίμου να αρραβωνιαστεί στο Βαθύ στον Ταξιάρχη με το Βαγγελιώ.
Τον πήγαμε στον Ταξιάρχη.
Πήγαμε το πρωί και γυρίσαμε το βραδάκι.
Και την άλλη ημέρα ξεκινήσαμε να κουβαλάμε υλικά οικοδομών».
Τα πλοία που θυμάμαι
«Αμυδρά θυμάμαι το «Φίλιππος», το «Ευαγγελίστρια».
Έζησα καλά το «Κάλυμνος», το «Κανάρης»», το «Μιαούλης», το «Μαριλένα», το «Οία»/«Λητώ», το «Αλκυών», το «Κίμωλος», το «Άγιος Γεώργιος» (ο «ξιφίας») .
Στρατιώτης ερχόμουν με άδεια με το «Αλκυών» που είχε καπετάνιο τον Ανδρέα τον Καπάκη.
Πολύ καλός καπετάνιος.
Το «Αλκυών» πήγαινε 19-20 μίλια.
Πλεύριζε στον μέσα μώλο.
Όταν είχε νοτιά ερχόταν στο κεφαλόσκαλο, πετούσε τον κάβο τον πλωριό, το έφερνε μέσα όπως ήταν για να πιάσει και ο πρυμνιός κάβος και μετά γυρνούσε πάνω στον κάβο με τον νοτιά. Έκανε πρόσω και περνούσε μέσα. Ήξερε ότι ένα μέτρο πριν να βρει μπροστά σκάρωνε».
«Ιόνιον»
Το «Ιόνιον» ήταν τέλειο για την εποχή του.
Ξεκίνησε τα δρομολόγιά του το 1978.
Στην αρχή κουβαλούσε μόνο ένα φορτηγό τεσσάρων τόνων του Αντώνη του Μάμιδα.
Έπειτα από δύο χρόνια τα πάντα είχαν αλλάξει.
Οι Μηλιοί βγάλανε μεγάλα φορτηγά και ακολούθησαν και οι άλλοι.
Και μετά από δύο χρόνια δεν χωρούσαν τα φορτηγά στο καράβι.
Οι κόντρες με το «Κίμωλος» και το «Γεώργιος Εξπρές» έγραψαν ιστορία.
Κόντρες και κόντρες».
Συνεχίζεται