Ένα πλοίο που αγαπάμε πολύ εδώ στη Σίφνο είναι το «Πρέβελης» της ΑΝΕΚ.
Το γνωρίσαμε πολύ καλά από το 1998 έως τα τέλη του 1999 όταν μας σύνδεε δύο-τρεις φορές την εβδομάδα με το Ρέθυμνο και βέβαια και με το λιμάνι του Πειραιά.
Τότε φορούσε τα σινιάλα της ΡΕΘΥΜΝΙΑΚΗΣ και αναχωρούσε στις 19:00 το απόγευμα από Πειραιά για Σίφνο-Ρέθυμνο.
Μεγαλεία για τη Σίφνο μας η τακτική σύνδεση με την Κρήτη.
Ο Γιάννης ο Δεπάστας και ο Κώστας ο Κασιώτης ήταν δύο άνθρωποι που συνέβαλλαν σημαντικά στο να γίνει αυτό το όνειρο πραγματικότητα.
Εδώ και είκοσι χρόνια η σύνδεση της Σίφνου με την Κρήτη αποτελεί διακαή πόθο.

Το πλοίο ταξίδευε από το 1994 έως το τέλος του 1999 με τα σινιάλα της ΡΕΘΥΜΝΙΑΚΗΣ.
Όταν πρωτοξεκίνησε δρομολόγια στα ελληνικά νερά ήταν μόλις έξι ετών.
Από το 2000 ταξιδεύει με τα σινιάλα της ΑΝΕΚ.
Εδώ και χρόνια ταξιδεύει στην δύσκολη και απαιτητική γραμμή από Πειραιά για Μήλο-Σαντορίνη-Ανάφη-Ηράκλειο Κρήτης-Σητεία-Κάσο-Κάρπαθο-Διαφάνι-Χάλκη-Ρόδο.
Το Πρέβελης μας ταξιδεύει εδώ και περισσότερο από 25 χρόνια με το δικό του μοναδικό τρόπο.


Ο καπετάν-Γιώργης ο Κολυδάς
Καπετάνιος του “Πρέβελη” μέχρι το 2000 ήταν ο καπετάν-Γιώργης Κολυδάς από την Άνδρο.
Σε συνάντηση μαζί του τον Νοέμβριο του 2009, στα πλαίσια αφιερώματος του nautilia.gr, ο καπετάν-Γιώργης Κολυδάς αναφέρθηκε σε όσα διαδραματίστηκαν στο λιμάνι του Ρεθύμνου τα Χριστούγεννα του 1996:
“Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Δεκέμβριο του 1996. Ήταν η βραδιά που βούλιαξε το «Δύστος». Ο καιρός μας είχε κλείσει με το «Πρέβελη» στο λιμάνι του Ρεθύμνου. Το καράβι ήταν φορτωμένο. Ήταν ένα εντεκάρι-δωδεκάρι γεμάτο. Δεν φαινόταν τίποτα. ‘Ολη νύχτα ήμασταν στο πόδι. Ύπαρχος ήταν τότε ο Αδάμ Ανδρουλιδάκης, ο οποίος σήμερα είναι καπετάνιος στην εταιρεία «Χαλκηδών» στη γραμμή της Τεργέστης, υποπλοίαρχος ήταν ο Μπάμπης ο Πετράς, ο νυν πλοίαρχος του «Κρήτη ΙΙ», υποπλοίαρχος Β’ ο Μανώλης Καυγαλάκης και ανθυποπλοίαρχος ο Μανώλης ο Παπαδομανωλάκης. Όλη τη νύχτα ήμασταν στην πλώρη και στην πρύμνη.
Όλη τη νύχτα πάλευα με τα χειριστήρια «πλώρα-πρύμα» μέσα στο λιμάνι.
Όταν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα αποφάσισα να κάνω την έξοδο του Μεσολογγίου, διότι έβλεπα ότι δεν μας έπαιρνε άλλο. Την ώρα που βγαίναμε από το λιμάνι έρχονται τρία μεγάλα κύματα, το ένα πίσω από το άλλο. Το βαπόρι τότε πήρε 38ο κλίση, οπότε φοβήθηκα για τα χειρότερα. Το καημένο, όμως, το βαπόρι επανήλθε.
Θυμάμαι το βαπόρι να χάνεται κυριολεκτικά μέσα στα κύματα και του λιμενικούς να εύχονται «κουράγιο, καπεταν-Γιώργη».
Κάναμε συνολικά τέσσερις ώρες να πάμε στη Σούδα.
Εν τω μεταξύ μια νταλίκα με καρότσα φορτωμένη ντομάτες, δεμένη με οκτώ καδένες, τουμπάρισε.


Αλλά δόξα τω θεό, τελικά φθάσαμε!
Όταν φτάσαμε μας περίμεναν τηλεοράσεις απέξω.
Όταν δέσαμε κάθισα στον καναπέ και ξέσπασα.
Έρχονταν ο κόσμος και μ’ αγκάλιαζε και με φιλούσε που είχα σώσει το καράβι.
Είναι στιγμές που δεν τις ξεχνάς ποτέ.
Η απόφασή μου ήταν μία. Αν δεν μπορούσα να βγάλω το βαπόρι έξω, τότε θα πήγαινα να το κάθιζα μέσα στο λιμάνι του Ρεθύμνου, μιας και αν το βαπόρι κάθιζε στην αμμουδιά θα ήμουν σίγουρος.
Και τότε θα ρωτήσει κάποιος γιατί πήρα αυτήν την απόφαση.
Η απάντηση είναι απλή.
Στην ακτοπλοΐα όλες οι αποφάσεις είναι της στιγμής, είναι αποφάσεις του δευτερολέπτου.
Σε συνέντευξη που είχα δώσει τότε στην κυρία Κανέλλη της είχα πει ότι «τα καράβια δεν χάνονται στο πέλαγος, χάνονται στα λιμάνια».

Ας δούμε και μιά πρόσδεση του “βάπορα”στην Μήλο στο παρακάτω βίντεο: