Για το πανέμορφο νησί της Σίφνου, το νησί του μέτρου και της αρμονίας, με την ιδιαίτερη αύρα και τη μοναδική ατμόσφαιρα έχουν γραφτεί πολλά. Η φυσική ομορφιά, οι κάτασπροι, παραδοσιακοί οικισμοί, οι παραλίες, τα βράχια, το υπέροχο φαγητό, τα μονοπάτια που οδηγούν σε γραφικά ξωκλήσια και μοναστήρια, τα πανηγύρια, η νυχτερινή αλλά και η πολιτιστική ζωή προσελκύουν κάθε χρόνο πολλούς και φανατικούς επισκέπτες.
Εκτός όμως όλων αυτών, όποιος βρεθεί στη Σίφνο το Σάββατο πριν το Δεκαπενταύγουστο θα ζήσει μία ακόμη μοναδική εμπειρία, διασκεδάζοντας στο μεγαλύτερο street party των Κυκλάδων που γίνεται εδώ και δώδεκα χρόνια στο στενό και στην πλατεία του Αρτεμώνα και διοργανώνεται από τον ραδιοφωνικό σταθμό Radio Active του Θοδωρή Παπατσαρούχα, του γνωστού σε όλους μας Ριρή, μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φυσιογνωμίες του νησιού.
Από τις 12 το βράδυ ο Ριρής ξεσηκώνει με τις μουσικές επιλογές του τον κόσμο κάθε ηλικίας, σε ξέφρενο χορό που κρατάει μέχρι τις 3:30 τα ξημερώματα. Το στενό γεμίζει ασφυκτικά, το ίδιο και οι πεζούλες αλλά και το γνωστό ταρατσάκι του σπιτιού του, όπου βρίσκεται ο ίδιος με την κονσόλα του και δίνει το tempo!
Κάποια στιγμή το πάρτι μεταφέρεται και στην πλατεία, αλλά πάντα το ταρατσάκι του Ριρή είναι το hot spot και ο χώρος που θα ήθελαν όλοι να χορέψουν ή έστω να βρουν μία θέση που θα τους εξασφαλίζει καλή θέα προς αυτό. «Φέτος αναβαθμιστήκαμε, χορέψαμε στο ταρατσάκι» ακούστηκε κάποιος να λέει πριν μερικά χρόνια, όταν κατάφερε να μπει μέσα από τη χαμηλή πεζούλα και να βρεθεί στην… πίστα, με τις σιφνέϊκες πλάκες.
Η ιδέα για το πάρτι, που έχει γίνει πλέον θεσμός και είναι από τα πιο hot events του καλοκαιριού, έπεσε το 2007 στο τραπέζι της γραφικής ταβέρνας στο Χρυσό όταν ο Ριρής με οκτώ φίλους τρώγανε παρέα και τότε είπε «ρε, δεν κάνουμε ένα πάρτι…».
Και έτσι ξεκίνησε δειλά-δειλά μέσα στον Δεκαπεντάγουστο, για να ‘χει κόσμο.
Ο Ριρής θυμάται χαμογελώντας τα πρώτα πάρτι, τότε που ο κόσμος ήταν λιγότερος, δεν υπήρχαν καθόλου χορηγίες και όλα γίνονταν με δικά του έξοδα αλλά και από το κέφι, τη συνεισφορά και την καλή θέληση ορισμένων φίλων. «Δεν ήθελα και δεν θέλω να πληρώνει ο κόσμος τα ποτά. Ξεκινήσαμε με byob, αλλά κανένας σχεδόν δεν το εφάρμοσε και έτσι πήραμε την κατάσταση στα χέρια μας. Μαζεύαμε μπουκάλια του νερού και φτιάχναμε ένα σφηνάκι καρπούζι. Είχαμε ένα βαρκάκι φουσκωτό, γεμάτο πάγο και βάζαμε εκεί τα μπουκάλια. Ούτε που θυμάμαι πόσα ήταν σίγουρα πάνω από 70…».
Στα πρώτα όμως χρόνια δεν ήταν όλα ρόδινα. Το πάρτι, ενώ είχε από την αρχή τη θερμή υποδοχή του κόσμου και των τουριστών, δεν είχε των ντόπιων κατοίκων του Αρτεμώνα. Οι μηνύσεις έπεφταν βροχή όπως και τα 800άρια που ο Ριρής πλήρωνε για κάθε μία απ’ αυτές. Και αυτό από μόνο του φανερώνει το πόσο «βίτσιο» είναι αυτό το πάρτι, από το οποίο δεν έχει κανένα προσωπικό όφελος!
Ευτυχώς όμως το κλίμα άλλαξε και, όπως χαρακτηριστικά λέει, «οι Αρτεμωνιάτες, προς τιμήν τους, έχουν γυρίσει οι ίδιοι και μου ζητάνε συγγνώμη για όλα όσα έλεγαν τότε και με ευχαριστούν για αυτό που κάνω για τον τόπο. Και η αλήθεια είναι ότι όλοι κερδίζουν απ’’ αυτό το πάρτι και πρώτα-πρώτα ο κόσμος που έρχεται και περνάει καλά, αλλά μετά και οι επαγγελματίες. Ήδη φίλοι μου, από διάφορα μέρη της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού, στέλνουν e-mails και μηνύματα για το πότε θα είναι το πάρτι ώστε να προγραμματίσουν τις διακοπές τους και να κλείσουν τα εισιτήριά τους».
Κάθε χρόνο ο κόσμος είναι όλο και περισσότερος. Πρόπερσι πρέπει να είχαν μαζευτεί γύρω στα 1.500 άτομα. Αυτό ανεβάζει τις προσδοκίες, την ευθύνη αλλά και τις απαιτήσεις για μία πετυχημένη διοργάνωση.
Τα πάντα περνάνε από τα χέρια του Ριρή, ο οποίος ως one man show έχει ήδη μπει στη διαδικασία από τον Απρίλιο. Concept της αφίσας, ηχητικά, μουσική, χορηγίες, διαφήμιση… είναι μεγάλη ψυχική κούραση και τεράστιο brain drain, όπως χαρακτηριστικά λέει και λυτρώνεται μόνον την επομένη του πάρτι, όταν σβήνουν τα φώτα, κλείνει η μουσική, καθαριστούν τα πάντα στον οικισμό. Τότε βγαίνει ένα τεράστιο «ουφ» ανακούφισης!
Το κόστος για αυτό το πάρτι δεν είναι ευκαταφρόνητο μιας και μόνο τα ηχητικά κοστίζουν 1.500 ευρώ και έρχονται από την Αθήνα. Ευτυχώς, όμως, υπάρχουν αρκετοί γνωστοί και βοηθάνε και πριν μερικές μέρες του τηλεφώνησε ένας φίλος από τη Ν. Γαλλία για να τον ενημερώσει ότι έχουν αρχίσει εκεί ένα crowd funding ώστε να καλυφθούν τα έξοδα.
«Δυστυχώς, ο δήμος και ο πολιτιστικός σύλλογος δεν συνδράμουν και πολύ, ούτε στέλνουν εθελοντές, όπως κάνουν σε άλλες εκδηλώσεις του νησιού» λέει με κάποιο παράπονο ο Ριρής. Όλα αυτά τον κούρασαν και πέρυσι το πάρτι δεν έγινε, κάτι που του κόστισε πολύ, αλλά έλλειψε και από το νησί. Εύχεται όμως φέτος να «βρεθούν ευήκοα ώτα, ανοιχτά μυαλά και άνθρωποι από κάθε αρχή του νησιού που θα επιδοκιμάσουν ασμένως ένα event που φέρνει κόσμο και χαμόγελα και στα 74 τετραγωνικά του χιλιόμετρα».
Και όταν εξαντλήσαμε το θέμα του πάρτι, πιάσαμε την κουβέντα για τον ίδιο.
Είναι, όπως λέει με καμάρι, 100% Σιφνιός και η καταγωγή κρατάει από τη μητέρα. Το μητρικό σπίτι που μένει είναι 120 ετών και εδώ περνούσε όλα τα καλοκαίρια από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Τέσσερα μόνο βρέθηκε μακριά από τη Σίφνο, τότε που σπούδαζε και δούλευε στην Αμερική. «Η Σίφνος για εμένα είναι τα πάντα. Η πατρίδα μου, το σπίτι μου, οι φίλοι μου, τα πάντα…» λέει και αισθάνεσαι έντονα την αγάπη που έχει γι’ αυτό τον τόπο.
Μιλάει για τα παιδικά του χρόνια στη Σίφνο, τότε που δεν είχαν ανοιχτεί οι περισσότεροι δρόμοι που υπάρχουν σήμερα. Τότε, γύρω στο 1981, που για να πάνε για διακοπές στο Βαθύ ο μόνος τρόπος ήταν με τη βάρκα από τις Καμάρες. Νοίκιαζαν ένα δωμάτιο πάνω από την εκκλησία του Ταξιάρχη. Το Βαθύ ήταν χωρίς ρεύμα και υπήρχε μόνο ένα τηλέφωνο στο μπακάλικο του Βενετσάνου. Τότε που το πιο συνηθισμένο μέρος για μπάνιο ήταν η Πουλάτη, επίνειο του Αρτεμώνα. Δεν υπήρχε τρόπος να πας εύκολα στις άλλες παραλίες του νησιού. Ο δρόμος προς τις Καμάρες ήταν με χώμα και Αρτεμώνας – Καμάρες ήταν η πιο συνήθης
διαδρομή. Η πολυσύχναστη και πολύβουη σημερινή Απολλωνία, τα χρόνια εκείνα ήταν ένα πέρασμα.
Εκτός όμως από δρόμους, δεν υπήρχαν και καράβια. Δεν ήξερες το πότε θα περάσει το καράβι. Κατεβαίνανε στο λιμάνι και περιμένανε μία, δύο, τρεις, ίσως και πέντε ώρες. Πολλές φορές αποκαμωμένοι ανεβαίνανε στο σπίτι τους στον Αρτεμώνα για να κοιμηθούν και κατέβαιναν ξανά στο λιμάνι. Και τότε μπορεί να το πλοίο να είχε περάσει και να τους είχε
πιάσει, στην κυριολεξία, στον ύπνο.
Όσο βρίσκονταν στο λιμάνι ασχολιόντουσαν με το παιχνίδι και τις βουτιές. Θυμάται που πήδαγαν στη θάλασσα από ένα φανάρι που βρισκότανε στον μόλο ή τη συνήθεια που είχαν να βουτάνε από τη Σπηλιά αποχαιρετώντας τους φίλους που έφευγαν με το καράβι.
Όλοι ήταν μία παρέα που τώρα έχει ξαναβρεθεί. Έχουν μεγαλώσει, έχουν οικογένειες και υποχρεώσεις, αλλά οι δεσμοί δεν έχουν χαθεί. Θα τους συνδέουν πάντα οι αναμνήσεις από τη Σίφνο των παιδικών τους χρόνων, την απίθανη και τόσο διαφορετική, η οποία όμως κρατάει ακόμη το χρώμα της και αντιστέκεται με πείσμα στις επιταγές των καιρών.
Από μικρός ο Ριρής είχε μία σχέση λατρείας με τη μουσική, because music matters, όπως είναι και το motto του ραδιοφωνικού σταθμού.
Πήγε για σπουδές στο Σικάγο και δούλεψε λίγα χρόνια σε μερικά από τα μεγαλύτερα clubs που βρίσκονταν εκεί τη δεκαετία του ’80 αφήνοντας εποχή. Γυρίζοντας την Ελλάδα και έχοντας μεγάλη βιβλιοθήκη με mp3, και θέλοντας ν’ ακούει την μουσική του στο αυτοκίνητό του, αλλά και όταν βρισκότανε στη Σίφνο, αποφάσισε να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Ο σταθμός, που φέτος γίνεται 20 ετών, είναι καθαρά ψυχαγωγικός εμπλουτισμένος με μονόλεπτα δελτία ειδήσεων και ενημέρωση για showbiz, οικολογία κ.λπ. Εκπέμπει σε όλες τις Κυκλάδες και από το internet έχει ακροατές σε ολόκληρο τον κόσμο, από Κονγκό, μέχρι Βραζιλία, Γαλλία…
Η βιβλιοθήκη του σταθμού εμπλουτίζεται συνέχεια από μουσική που αρέσει στον ίδιο. Έχει ελάχιστη διαφήμιση γιατί δεν θέλει να ενοχλεί τους ακροατές. Μέρος των εξόδων, εκτός από τον ίδιον, καλύπτονται από δωρεές, οι οποίες μπορεί να είναι και 4-6 τον μήνα. Αυτό φανερώνει το πόσους fans έχει αυτό το ραδιόφωνο και πόσο πολύ το αγαπάει ο κόσμος!
Και εδώ τον αφήνουμε για να συνεχίσει τις προετοιμασίες για το πάρτι, κάνοντας μία τελευταία ερώτηση για το πρόγραμμα της μουσικής που θα ετοιμάσει. «Δεν ξέρω τι θα παίξω. Θέλω να ξέρω με τι θα ξεκινήσω και μετά μου κάνει κλικ. Ο κόσμος με οδηγεί. Το κέφι φέρνει κέφι και στο τέλος ο ένας παρασύρει τον άλλον και όλοι χορεύουν και περνάνε εξαιρετικά! Και αυτό είναι που μου δίνει τη μεγαλύτερη χαρά».
Έλενα Ντάκουλα
Πηγή:www.athensvoice.gr