Σαν σημερα 23 Οκτωβρίου 1979 έφυγε απο την ζωή ο Σπουδαίος Ερμηνευτής,Στιχουργός,Συνθέτης & Οργανοπαίκτης του Ρεμπέτικου & Λαικού τραγουδιού ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΣΑΟΥΣΑΚΗΣ !!!
Ο Πρόδρομος Τσαουσάκης (Το πραγματικό του επίθετο ήταν Μουτάφογλου) γεννήθηκε το 1919 στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης και ζωντας την Προσφυγιά και την Μικρασιατική καταστροφή Το 1922, με τον διωγμό, η οικογένεια του μετακινήθηκε και λίγο αργότερα βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και έμεινε στην Ακρόπολη, στο λεγόμενο Κουλέ-καφέ, πάνω στα κάστρα.
Μικρό παιδί τραγουδούσε στο παραθύρι του σπιτιού του, απ’ όπου τον άκουγαν οι «παλιές γυναίκες» που αργότερα, όταν έβγαλε δίσκους, του έλεγαν πόσο ωραία τραγουδούσε, μικρός. Οι πρώτες όμως, επαγγελματικές δραστηριότητές του δεν είχαν σχέση με το τραγούδι. Σε νεαρή ηλικία έγινε παλαιστής. Πεχλιβάνης, όπως έλεγαν τότε σε μια τούρκικη ορολογία τους παλαιστές που πάλευαν αλείφοντας τα σώματά τους με λάδι. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Εργάστηκε ως επαγγελματίας παλαιστής και το 1940 πήγε εθελοντής φαντάρος. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος ήταν ήδη στρατιώτης. Πολέμησε και από ανδραγαθήματα στη μάχη έγινε λοχίας. Τους λοχίες τους λέγανε και τσαούσηδες κι έτσι πήρε το ψευδώνυμο Τσαουσάκης.
Στον πόλεμο πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς και βασανίστηκε. Ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ. Σκληρός, όμως, όπως ήταν άντεξε τις κακουχίες, τον κίτρινο πυρετό, τα κρυοπαγήματα και τα βασανιστήρια. Στα χρόνια της Κατοχής γνωρίστηκε με την γυναίκα του Άννα Καδόγλου, από την Προύσσα, με την οποία κλέφτηκαν το 1942 και παντρεύτηκαν το 1943. Τότε, έπαιζε και τραγουδούσε με κομπανίες σε ταβέρνες της Θεσσαλονίκης. Εκεί γνωρίστηκε και συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον Βασίλη Τσιτσάνη.
Η άρνηση του Τσαουσάκη να κατέβει στην Αθήνα και να γίνει επαγγελματίαςτραγουδιστής των δίσκων, ανάγκασε τον Τσιτσάνη να χρησιμοποιήσει τη γνωριμία του με τον κουμπάρο του αστυνομικό διευθυντή της Θεσσαλονίκης Νίκο Μουσχουντή ο οποίος, τελικά,τον έπεισε να υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας και να κατέβει κι εκείνος στην Αθήνα. Τα Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά και Ο ζητιάνος ήταν τα πρώτα τραγούδια της συνεργασίας τους που έγινε στην Odeon. Η μετάβαση συνθέτη και τραγουδιστή στην Columbia στα τέλη του ’46 είχε σαν αποτέλεσμα η συνεργασία αυτή να αποτυπωθεί, σχεδόν, στο σύνολό της, στους δίσκους της Columbia-His Masters Voice και να μείνει σαν μια από τις ιστορικότερες συνεργασίες του λαϊκού τραγουδιού. Ο Τσαουσάκης υπέγραψε συμβόλαιο με την Columbia στις 6 Νοεμβρίου 1946. Η αμοιβή των καλλιτεχνών, τότε γινότανε βάσει του αντιτίμου της τιμής λιανικής πωλήσεως ενός δίσκου 25 εκατοστών, κοινής κατηγορίας, πολλαπλασιασμένης επί… Στο πρώτο συμβόλαιο ο Τσαουσάκης αμείφτηκε με την τιμή 5 δίσκων, ενώ το 1952 είχε φτάσει να αμείβεται με την τιμή των 18 δίσκων! Αυτή, ίσως, ήταν και η μεγαλύτερη αμοιβή για λαϊκό καλλιτέχνη εκείνη την εποχή.
Για την περίοδο εκείνη, της Θεσσαλονίκης, ο Πρ. Τσαουσάκης αφηγήθηκε στη Σοφία Μιχαλίτση, στο Τρίτο πρόγραμμα της ελληνικής ραδιοφωνίας, στα μέσα της δεκαετίας του 70: «Στην Κατοχή το 1942 δουλεύαμε σ’ ένα κέντρο πίσω από το Καραβάν σαράι που είναι τώρα η δημαρχία. Υπήρχε ένα κέντρο που λεγότανε Μποέμ. Εργαζόμασταν εκεί. Εγώ, ο Τσιτσάνης και κάποιος άλλος συνάδελφος Τσανάκας Γεώργιος. Εκείνο το πρωινό, ήτανε Κυριακή, άργησε ο Τσιτσάνης να ’ρθει και τον περιμέναμε για δουλειά. Δουλεύαμε τα μεσημέρια γιατί το βραδάκι δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε πολύ, ήτανε Κατοχή. Και έρχεται… ο Βασίλης, χαμογελάει κι εμείς έχουμε νευριάσει. Του λέμε «γιατί Βασίλη άργησες; Περιμένουμε, δεν ξέρεις, είναι κατοχή τώρα, δεν μπορούμε να κάνουμε και διαφορετικά». Μου λέει: «Εσύ να σωπαίνεις». «Γιατί Βασίλη να σωπαίνω»; του λέω. «Άκου τι έχω γράψει», λέει, και τότε μας παρουσίασε την Αχάριστη, τον Κατάδικο που λέμε».
Μέχρι το 1952-53 ο Πρόδρομος Τσαουσάκης ήταν ο πρώτος τραγουδιστής της Columbia. Ερμήνευσε όλους τους μεγάλους λαϊκούς συνθέτες της εποχής και επηρέασε τη νέα γενιά των τραγουδιστών. Είναι γνωστό σε όλους το πόσο επηρέασε τον Στέλιο Καζαντζίδη στο ξεκίνημά του. Αποκαλυπτικά είναι όσα αναφέρει ο Θόδωρος Δερβενιώτης: «Το δεύτερό μου τραγούδι, με τίτλο Στον κόσμο αυτόν τα βάσανα, είχε πάλι στίχους του Βασιλειάδη. Εντάσσεται κι αυτό στα μετεμφυλιακά τραγούδια που λέμε. Όταν μου είπανε ότι το τραγούδι μου αυτό το ενέκρινε η εταιρία και θα το πει ο Τσαουσάκης, εγώ δεν το πίστεψα. Ο Τσαουσάκης ήταν μεγάλη φίρμα, κάτι σαν Καζαντζίδης της εποχής εκείνης. Αλλά ήτανε πολύ καλό και χρυσό παιδί. Δεν είχε άλλα τραγούδια να πει κι αφού τελείωσε την ηχογράφηση, τους χαιρέτησε όλους και σηκώθηκε να φύγει. Εγώ είχα βγει έξω απ’ το στούντιο και ήμουνα εκεί στον κήπο. Πέρασε από κοντά μου. «Γεια σου, ρε Θόδωρα, και σ’ ευχαριστώ πολύ», μου λέει και μου πιάνει το χέρι…Και θα έμεινα εκεί ένα τέταρτο και παραμιλούσα: «Μα τι έγινε; Μου είπε ότι μ’ ευχαριστεί εμένα; Εμένα που είμαι άγνωστος, καινούργιος, αρχάριος; Και μου είπε το τραγούδι μου! Εγώ έπρεπε να τον ευχαριστήσω…Και μου έφυγε μέσα απ’ τα χέρια μου και δεν πρόλαβα…» Αυτός ήταν ο Πρόδρομος: Σαν τον Τσαουσάκη δε γνώρισα άλλους, τόσο απλούς, τόσο καταδεκτικούς, γελαστούς… Με την πρώτη στιγμή γινότανε φίλος σου, ενώ οι άλλοι κρατούσανε αποστάσεις, το παίζανε φίρμες… Ενώ ο Τσαουσάκης ήτανε η πραγματική φίρμα! Γίναμε γρήγορα πολύ καλοί φίλοι, και με υποστήριξε όσο μπορούσε. Του χρωστάω πολλά… Ο άνθρωπος αυτό ήταν, Άνθρωπος!» (Από το βιβλίο Νέαρχος Γεωργιάδης – Τάνια Ραχματούλινα Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι εκδόσεις Σύγχρονη εποχή)
Πολύ δυνατή ήταν η συνεργασία του Τσαουσάκη με τον Απόστολο Καλδάρα, οι οποίοι με τα χρόνια συνδέθηκαν με βαθιά φιλία. Πολλά κυριακάτικα πρωινά, μάλιστα, όπως ανέφερε στον Πάνο Γεραμάνη ο γιος του Πρόδρομου, Δημήτρης, πήγαιναν κατευθείαν μετά τη δουλειά στην εκκλησία, στους Άγιους Πάντες, όπου ο Τσαουσάκης έψελνε και μετά την εκκλησία πήγαιναν στο σπίτι για καφέ. Τα πρώτα τραγούδια τους έγιναν το 1949 με δεύτερη φωνή την Ιωάννα Γεωργακοπούλου και την ορχηστρική επιμέλεια του Βασίλη Τσιτσάνη ο οποίος έπαιξε μπουζούκι μαζί με τον Στέλιο Χρυσίνη και ήταν τα: Γυναίκα απ’ το σωρό και Ας με κρίνει η κοινωνία. Ακολούθησαν σπουδαία τραγούδια όπως τα: Βρε ζωή φαρμάκια στάζεις, Εσύ πασά μου φάε και πιες, Δεν ζούμε εμείς οι μάγκες, Ότι βρέξει ας κατεβάσει, Μια στενοχώρια που έχω απόψε κ.α. Του Καλδάρα ήταν και τα τελευταία τραγούδια που είπε ο Τσαουσάκης στην Columbia, σε μια εποχή που εμφανιζόντουσαν στο κέντρο Παλόμα στη Νέα Φιλαδέλφεια, μαζί με την Καίτη Πετράκη (με την οποία αμέσως μετά ο Καλδάρας έφυγε στην Αμερική) τον Μάρκο Μιχαλά η Μαρκάκη μπουζούκι και άλλους. Παλιότερα είχαν εμφανιστεί μαζί στου Θείου, λίγο πιο πάνω από την Παλόμα, στου Βλάχου. Για την εποχή αυτή (1957-1958) ο Τάκης Μπίνηςαναφέρει: «Εκείνη την εποχή, αρχή φθινοπώρου ήταν, δούλευα με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη στην Παλόμα του Βασίλη Πετρόπουλου, στη Νέα Φιλαδέλφεια. Με τον Τσαουσάκη είναι η πρώτη συνεργασία αν και γνωριζόμασταν από παιδιά στη Θεσσαλονίκη. Δεν συνεργαζόμασταν, γιατί ήμασταν σχεδόν το ίδιο πράγμα, τα ίδια τραγούδια λέγαμε και ήμασταν κι οι δυο σοβαροί και αυστηροί τραγουδιστές. Σπουδαίος ερμηνευτής και ο Πρόδρομος. Εκεί, χωρίσαμε τα τραγούδια κι έκανε ο καθένας το δικό του πρόγραμμα. Μπουζούκι είχαμε τον Μαρκάκη. Είχαμε και μια γυναίκα. Από αυτό το μαγαζί έφυγα για την Αμερική, μόλις ήρθε η βίζα μου άφησα το μαγαζί και έφυγα.»(Ιωάννας Κλειάσιου – Τάκης Μπίνης Βίος Ρεμπέτικος εκδόσεις Ντέφι)
Η πρώτη τριετία του Στέλιου Καζαντζίδη στο τραγούδι, από τα τέλη του 1952 μέχρι και τις αρχές του 1955 έχει έντονο το στίγμα της επιρροής της φωνής του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Το έλεγε κι ο ίδιος: «…τον λάτρευα και τον είχα για ίνδαλμά μου, γιατί η φωνή μου είχε αδελφωθεί με τη δική του κι όταν πρωτοβγήκα στη δουλειά όχι μόνο τραγουδούσα το ρεπερτόριο του Τσαουσάκη, αλλά προσπαθούσα να τον «κάνω» κιόλα, προσπαθούσα να του μοιάσω…» Ήταν τέτοια η επίδραση του Τσαουσάκη, που ο Καζαντζίδης, παρ’ ότι αργότερα βρήκε το δρόμο του και έφτιαξε τη δική του αυτοκρατορία, δεν ξεπέρασε ποτέ. Τα τελευταία χρόνια, όλο και πιο συχνά επέστρεφε σε αυτή την αναφορά της πρώτης νιότης του στο τραγούδι η οποία είχε αφήσει βαθύ το χάραγμά της. Στη δισκογραφία επανεκτέλεσε αρκετά από τα τραγούδια εκείνα που άκουγε πριν γίνει τραγουδιστής ή ακόμη όταν ξεκινούσε δειλά, δειλά από τα εργοστάσια και τις γειτονιές της Νέας Ιωνίας. Στις παρέες του αυτά τα τραγούδια είχαν ξεχωριστή θέση. Τραγούδια που είχαν μείνει με τη φωνή του Τσαουσάκη, και ο Καζαντζίδης θυμότανε ακέραια, λέγοντας όλους τους στίχους. Το αμαρτωλό σου σώμα, Ο χωρισμός με πλήγωσε, Πλήγωσέ με, Θέλω βαριά να κοιμηθώ κ.α
Με την πρώτη αναβίωση του ρεμπέτικου το 1960 επανήλθαν στο προσκήνιο και τη δισκογραφία αρκετά από τα πρόσωπα της παλιότερης εποχής, όπως ο Μάρκος, ο Στράτος, η Μπέλλου, η Γεωργακοπούλου και άλλοι. Σε αυτή την εποχή μπήκαν τα θεμέλια της δεύτερης καριέρας του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Μια εποχή στην οποία το ρεπερτόριό του και η λογική της ερμηνείας του άντλησαν την εκφραστική και τη δυναμική τους από τη ρεμπέτικη περίοδο με τα μάγκικα τραγούδια και τη μακρόσυρτη εκφορά των λέξεων που έγινε το σήμα κατατεθέν του. Αυτή η περίοδος του ρεπερτορίου και της φωνής του, που συμπίπτει με την εμφάνιση των δίσκων 45 στροφών, είναι και εκείνη που κυριάρχησε στα νεώτερα χρόνια, σαφώς, εις βάρος της πρώτης εποχής του γραμμόφωνου στην οποία υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ερμηνευτές. Στην RCA Victor με την οποία συνεργάστηκε μέχρι το 1963 ηχογράφησε43 τραγούδια και τα περισσότερα έγιναν επιτυχίες. Σε αυτό το ρεπερτόριο τον συνόδευσαν μπουζουξήδες όπως: ο Γ. Τσιμπίδης, ο Ευάγ. Μπαλλής, ο Αντ. Κατινάρης και ο Σπ. Λιώσης. Το Πιτσιρικάκι, του Γιώργου Ροβερτάκη έγινε το πιο χαρακτηριστικό τραγούδι αυτής της δεύτερης, πιο «γεροντικής», καριέρας που συνεχίστηκε στην Odeon-Parlophone μέχρι το 1970.
Όλη αυτή την εποχή ο Τσαουσάκης τραγούδησε και στα λαϊκά μαγαζιά στο Αιγάλεω, το Περιστέρι και το Χαϊδάρι (τότε συνεργάστηκε και με το Μάρκο) η ακόμη στην επαρχία και σε πανηγύρια στα οποία έλεγε μέχρι και δημοτικά τραγούδια.. Η φωνή του μπορεί να μην είχε τη γοητεία και τη συγκίνηση της πρώτης εποχής, αλλά, πλέον, έπεφτε βαριά και μάγκικη: Όπου πατώ το πόδι μου, Να καεί το πελεκούδι. Αυτή την περίοδο ο Τσαουσάκης στηρίχτηκε από τον Θόδωρο Δερβενιώτη, τον Κώστα Βίρβο και τονΛεονάρδο Μπουρνέλη, ενώ έγραψε και πάρα πολλά δικά του τραγούδια.
Το 1976 ηχογράφησε και τα τελευταία τραγούδια στην Panivar μ’ ένα μεγάλο δίσκο στον οποίο η φωνή του ακουγόταν πολύ βαριά και δύσκαμπτη. Είχε υποστεί όχι μόνο τη φθορά του χρόνου αλλά και των καταχρήσεων. Ήταν γνωστό το πόσο του άρεσαν το ούζο και το κονιάκ.
Μέχρι το θάνατο του (Οκτώβριος 1979)έπαιζε και τραγουδούσε σε πολλά κέντρα της Αθηνάς.
Για πολύ μεγάλο διάστημα δεν ξέφυγε από της Λεκές γειτονιες, Αιγαλαιο,Περιστερι,Ασπρα Χωματα, Βοτανικος.
Επιβεβαίωσε έτσι αυτό που λέμε και εννοούμε όταν λέμε Λαϊκός Τραγουδιστής.
Επίσης ήταν Ψαλτής (Κυριακές και εορτές) στον ναό των Άγιων Πάντων της Καλλιθέας.
Ένα στοιχείο που αξίζει να αναφέρθη είναι ότι ο πρώτος και καλύτερος που ακολούθησε στα πρώτα του βήματα τη σχολή Τσαουσακης ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Έφυγε σε ηλικία 60 χρόνων στις 23 Οκτωβρίου 1979. Ο ένας από τους δυο γιους του, ο Δημήτρης, που έπαιζε μαζί του από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 μπουζούκι και αργότερα ντραμς, συνεχίζει την παράδοση του πατέρα του τραγουδώντας κι εκείνος με τον ιδιαίτερο τρόπο που ο Τσαουσάκης έμεινε στη συνείδηση των περισσοτέρων σαν ένας από τους εκφραστικότερους τραγουδιστές του λαϊκού-ρεμπέτικου και μάγκικου τραγουδιού.
- Πηγές : Ρεμπέτικο Φορουμ, Ρεμπετικοι Διάλογοι, Ρεμπετομάνια, Βικιπαίδεια
*** Ερευνα : Δημήτρης Τσακιλτζής-ΡΙΖΕΣ Μικρασιατών Χαλανδρίου (Τμήμα Διάδοσης & Διάσωσης Μικρασιατικού Πολιτισμού)