Βλέποντας το εξαιρετικό βίντεο του Φρατζέσκου Λουκατάρη που είχε πάρει συνεντέυξεις μαζί με τον Νίκο τον Καραγιάννη για τα ασβεστοκάμινα της Σίφνου σκεφτήκαμε να γράψουμε δυο λόγια για αυτή την τέχνη που έχει χαθεί(μαζί έχουν χαθεί και κάποιες λέξεις)και λίγοι ξέρουν πλέον να πουν η να γράψουν κάποια πράγματα.Ένας από αυτούς τους λίγους είναι ο Δημήτρης ο Μπελιός(αφού ξέρει αρκετά από τον πεθερό του που έκανε αυτή την δουλειά 35 χρόνια) ο οποίος μόλις το ζητήσαμε όχι μόνο ήταν θετικός αλλά χάρηκε κιόλας και τον ευχαριστούμε θερμά.
Ακολουθεί το κείμενο του:
Όταν πριν από κάνα μήνα μου ζήτησε ο φίλος μου ο Παναγιώτης να κάνουμε μία αναφορά για τους ασβεστάδες της Σίφνου και τα καμίνια τους του είπα εντάξει.
5 με 10 λεπτά ένα βίντεο και καμιά 30αρια γραμμές για την δραστηριότητα αυτή.
Και όταν κάποια στιγμή άρχισα να ξετυλίγω το κουβάρι φέρνοντας στο μυαλό μου τις αφηγήσεις του πεθερού μου που έκανε αυτή την δουλειά για 35 χρόνια και ήταν αυτός που έψησε το τελευταίο καμίνι στην Σίφνο το 1974 τότε κατάλαβα ότι πρέπει να γράψω βιβλίο.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν πρώτα από αυτό το υλικό που ήταν απαραίτητο σε κάθε σπίτι στην Σίφνο. Τον ασβέστη.
Αυτός που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο απαλό γαλάζιο του ουρανού και στο βαθύ μπλε της θάλασσας και δίνει στην Σίφνο αυτή την μαγεία και την μοναδικότητα. Την ασπρίλα της.
Κάθε σπίτι είχε και τα κουρούπια του. Εκεί έσβηναν και αποθήκευαν οι νοικοκυρές αυτό το άγιο υλικό. Της περσινής χρονιάς για την μόνωση των ταρατσών ανακατεμένος με λάδι και της φετινής για το άσπρισμα του σπιτιού και των γύρω χώρων.
Από μικρά παιδιά μόλις μας έφερνε ο < Κανάγιας >παρατσούκλι του Νικολού του Λεμπέση την μουλαριά με τις πέτρες καθόμαστε με τις ώρες γύρω από τα κουρούπια παρακολουθώντας την μάνα μας να βάζει πέτρα πέτρα τον ασβέστη στο νερό και να σείεται ο τόπος. Ένα χαλαμανταριό μες το κουρούπι. Από μακριά να παρακολουθούμε την μεταμόρφωση της πέτρας σε πολτό.
Ατμός και καυτές σταγόνες νερού να πετιούνται πέρα δώθε.
Σαν ηφαίστειο που ξυπνά.
Οι ασβεστάδες της Σίφνου δεν ήταν κατ’ επάγγελμα μόνο αυτό. Κτηνοτρόφοι ήταν και στον ελεύθερο χρόνο τους από τις αγροτικές εργασίες έκαναν και αυτή την δουλειά για να σβήσουν κάμποσα βερεσέδια από το τεφτέρι του Μπακάλη και να κάνουνε και κανένα κομμάτι σπίτι για να παντρέψουν το κορίτσι τους μεθαύριο.
Και ας δούμε τώρα πως ξεκινούσε αυτή η διαδικασία για το στήσιμο ενός καμινιού. Πρώτη επιλογή ήταν ο τόπος. Ο χώρος που εκείνοι επέλεγαν για να βγει η πέτρα. Όχι όμως η επιφανειακή που ήταν καμένη από τον ήλιο. Έπρεπε να την βγάλουν από βάθος μισού μέτρου και κάτω και να είναι γαλανή όχι κάτασπρη. Μία απαλή απόχρωση του γκρι. Η κατάλληλη πέτρα το γαλανό μάρμαρο.
Δεύτερη επιλογή ήταν τα κλαδιά. Έπρεπε να υπήρχαν αρκετά σε απόσταση 600 με 800 μέτρα από τον χώρο που θα στηνόταν το καμίνι. Έπρεπε να κοπούν 800 με 900 γομάρια. Τι ήταν αυτά. Μια στοίβα κλαδιών από φρύγανα, σκίνοι ασπαλάθροι, πουπουλιές, φασκομηλιές,αστοιβές, αλοιφόνια και φίδες κάτ. εξαίρεση μόνο με την άδεια του αγροφύλακα. Έφτιαχναν μια στοίβα στρογγυλή διαμέτρου περίπου 2 μέτρων με τις γούλες και τα κοτσάνια στο κέντρο και τα φύλλα και τα παρακλάδια προς τα έξω και ύψους περίπου 80 εκατ. Αυτό ήταν το γομάρι. Μετά έβαζαν από πάνω κάμποσες πλάκες να τα πετρώσουνε για να στοιβαχτούν και να δέσουν μεταξύ τους έτσι ώστε στο κουβάλημα να μην ξεντερίζονται. Η εργασία αυτή ξεκινούσε από τον Σεπτέμβρη που οι αγροτικές εργασίες ήταν πιο λίγες. Το μεροκάματο ήταν 9 με 10 γομάρια κομμένα και πετρωμένα. Παράλληλα με το κόψιμο των κλαδιών στο μέρος που θα κτιζόταν το καμίνι δούλευε και ο πετροκόπος. Αυτός που είχε άδεια για χρήση δυναμιτών και ήξερε να βγάζει την πέτρα σε μεγάλα κομμάτια με παραμίνα και μπικούνι χωρίς αρμούς και σκασίματα. Γιάννης Ναρλής ,Λάμπρος Σκαντάλης.
Μετά έπρεπε να βγάλει μεγάλα κομμάτια σε μορφή τρίγωνου να τα σχίσει σε λεπτές φέτες τα λεγόμενα κλειδιά για να μπορέσει μετά ο κτίστης να φτιάξει την τρούλα του καμινιού.
Η θεμελίωση του καμινιού ξεκινούσε σκάβοντας ένα λάκκο διαμέτρου 3 μέτρων και ύψους μέχρι την επιφάνεια του εδάφους 1,5 μέτρου. Αυτός ο χώρος ήταν απαραίτητος για να μπορέσουν να χωνέψουν μέσα σαυτόν οι στάχτες από το κάψιμο 900 γομαριών κλαδιών. Το χτίσιμο ξεκινούσε από το βάθος του λάκκου και γύρω γύρω περιμετρικά με πάχος 30 εκατ. Μέχρι να φτάσει στο ύψος του εδάφους το φάρδος του τοίχου ήταν 50 εκατ. Και τότε έφτιαχναν την μπούκα του καμινιού. Μια τρύπα διαστάσεων 60 εκατ. Ύψος και 50 εκατ. Φάρδος που από εκεί θα περνούσαν όλα τα κλαδιά για κάψιμο με την βοήθεια του δίκρανου. Οι πέτρες που έβαζαν στην μπούκα ήταν ψαχνόπλακες σαν αυτές που έχουν οι αυλές των σπιτιών και οι φούρνοι. Δεν ψήνονται και δεν καίγονται. Η κάτω ήταν το κατάρι η πάνω το πανάρι και αριστερά και δεξιά τα θρυλικά παβέζα του καμινιού. Αυτά παίρναν όλο το ζόρι κατά την διάρκεια του ψησίματος.
Από την επιφάνεια του εδάφους και για 2 μέτρα ύψος ο τοίχος είχε φάρδος 80 περίπου εκατ. και όσο ανέβαινε έγερνε προς τα μέσα. Από εκεί και πάνω άρχιζαν να τοποθετούν τα κλειδιά. Κάθε στρώση προχωρούσε 10 εκατ. προς τα μέσα και από πίσω τις πετρώνανε με μεγάλες πέτρες και σιγά σιγά έκλεινε ο τρούλος. Όλη η τέχνη του κτισίματος ήταν η τρούλα και συνήθως την εργασία αυτή την έκαναν γέροι ασβεστάδες ,γιατί μετά από την τρίτη μέρα ψησίματος άρχιζε η συστολή του καμινιού και έπρεπε οι πέτρες αυτές να γίνουν ένα σώμα και να κρατήσει άλλες 4 μέρες ψησίματος στους 1500 βαθμούς περίπου. Πολλά καμίνια έχουν βουλίσει κατά την διάρκεια του ψησίματος από ελαττωματική κατασκευή της τρούλας
Μετά έπρεπε το καμίνι να μονωθεί. Έφτιαχναν λάσπη με κοκκινόχωμα έφραζαν τις τρύπες και κολλούσαν γύρω γύρω σε όλο το καμίνι ψαχνόπλακες μέχρι τα δύο μέτρα ύψος. Μετά έκτιζαν τοίχο γύρω από το καμίνι 20 εκατ. από τις ψαχνόπλακες και γέμιζαν το κενό με χώμα. Το μόνο σημείο που ήταν ελεύθερο ήταν η τρούλα για να φεύγει ο καπνός.
Τώρα ερχόμαστε στο ερώτημα. Πόσοι τόνοι πέτρα ψημένη ασβέστη μπορεί να βγάλει ένα καμίνι. Την απάντηση μας την δίνει με τον δικό του τρόπο ο Αντώνης Ατσόνιος λογαριάρα.
Το 1969 κάναμε ένα καμίνι συνεταιρικά με τον Νικολό τον Μουσαρή στο Σκαλωτό και αφού το κουβαλήσαμε όλο πήραμε και οι δύο 75000 δραχμές πουλώντας την μουλαριά που ήταν 2 καντάρια 200 δραχμές άρα το καντάρι 100 δραχμές.
Δηλαδή 75000/100=750 καντάρια χ 44 οκάδες το καντάρι=33000 οκάδες χ1,280 γρ= 43000 κιλά περίπου.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι κουβάλησαν από το Σκαλωτό που είναι περίπου 5 χιλ. μέχρι την Απολλωνία 43 τόνους ασβέστη με τα μουλάρια τους σχεδόν σε όλη την Σίφνο.
Όταν λοιπόν το καμίνι ήταν έτοιμο ο ασβεστάς προγραμμάτιζε το ψήσιμο. Από τον Μάη και ύστερα. Για τον φόβο της βροχής . Πάντα είχαν στην άκρη του καμινιού 2 γομάρια ξύλα χοντρά σε περίπτωση βροχής. Πετούσαν τα ξύλα μέσα όσο έβρεχε για να κρατήσουν το καμίνι ζωντανό.
Έβρισκε λοιπόν το αφεντικό 3 άντρες που να το λέει η καρδιά τους παίρνοντας για τις 7 ημέρες του ψησίματος διπλό μεροκάματο και βάζαν φωτιά.
Ο ένας ήταν στην μπούκα του καμινιού και τροφοδοτούσε το καμίνι κλαδιά, 5 γομάρια ήταν το όριο, μετά σκαντζάριζε, άλλοι 2 κουβαλούσαν τα γομάρια από την γύρω περιοχή στο καμίνι, 2 γομάρια και τσιγάρο και ο τέταρτος κοιμόταν στην καλύβα που ήταν δίπλα στο καμίνι. Οι κουβαλητές είχαν ένα τρίχινο τσουβάλι το έβαζαν σαν κουκούλα στο κεφάλι και κάλυπτε και τους ώμους τους. Σήκωναν το γομάρι και το στήριζαν με το μπουντέλο σε 45 μοίρες γωνία. Μετά μπαίναν από κάτω γονατίζοντας και ισορροπώντας το με το μπουντέλο πάνω στο τρικόμπι του λαιμού έπρεπε να σηκωθούν σηκώνοντας 60 με 70 κιλά βάρος και να το μεταφέρουν από 100 μέχρι 500 μέτρα στο καμίνι. Μετά από 8 ώρες δουλειά 8 ώρες ύπνο και μετά πάλι δουλειά.

Λίγοι άντρες μπορούσαν να κάνουν αυτή την δουλειά και ήταν ξακουστοί στον αρτεμώνα. Οι δύο Αντώνες του λουλουδιού και της λογαριάρας, ο Γιάννης ο Μπαιράμης ο Γιώργης ο Πατριάρχης.
Και τώρα ήρθε η ώρα να αναφερθούμε και στον αφανή ήρωα όλης αυτής της διαδικασίας. Την γυναίκα του αφεντικού. Υποχρέωση της να βρίσκεται και τις 7 ημέρες δίπλα στον άντρα της για να ταΐζει και να συντηρεί 4, 5 ανθρώπους.
Φτιάχνανε μια πρόχειρη καλύβα με κλαδιά αριστερά και δεξιά και από πάνω τρείς τσίγκους για τον ήλιο και από κάτω έστηνε το πρόχειρο νοικοκυριό της. Στην μια άκρη μέσα σε ένα τσουβάλι το κρέας στο βάθος η πανωστριά πιο δίπλα ένα τσουβάλι πατάτες , μακαρόνια, ρύζι ,κρεμμύδια δύο φύλλα μπακαλιάρο, μια νταμιτζάνα λάδι ,μια κρασί ,πέντε σταμνιά νερό , και απέναντι ένας χώρος με ανάπλια και χλαίνες που μόνιμα κοιμόταν ένας από τους τέσσερις. Κάθε μεσημέρι μετά την ετοιμασία του φαγητού έπρεπε να φύγει με το μουλάρι και τον γάιδαρο να πάει να αρμέξει τις κατσίκες να πάει νερό στα πρόβατα και να πάει τις αγελάδες στο πηγάδι να τις ποτίσει και να φορτώσει 4 μπιτόνια νερό να το πάει στα πρόβατα για την άλλη μέρα και μετά νύχτα πια να πάει στην θεμωνιά να κοιμηθεί 4,5 ώρες και την άλλη μέρα ανήλιαστα να πάει πάλι στο καμίνι στο πόστο της, κουβαλώντας γάλα για το πρωινό των εργατών και κάμποσα αχλάδια, κάνα πρώιμο σταφύλι και ότι άλλο υπήρχε γινομένο.
Μόλις τελείωνε το ψήσιμο το αφεντικό το άφηνε 3 , 4 μέρες να κρυώσει και μετά έριχνε την τρούλα μέσα στον λάκκο και πέτρα πέτρα γέμιζε τα τσουβάλια ασβέστη φόρτωνε τα μουλάρια δύο καντάρια στις πάντες και μισό κατάραχα σύμφωνα με την παραγγελιά, και μετά άρχιζε ο άλλος αγώνας. Κάθε μέρα από τα γιαλούδια η το ξερολάγγαδο ,στον Αρτεμώνα στο σταυρί στα ξάμπελα στο κάστρο στο βαθύ στις καμάρες στον αηΝηγιά όπου υπήρχε παραγγελία. Και το σαββατόβραδο βόλτα στα καφενεία των χωριών για να μαζέψει τα βερεσέδια και να πάρει νέες παραγγελίες. Έπρεπε ο ασβέστης να πουληθεί πριν πιάσουν οι βροχές του φθινοπώρου. Μόνο που σκέφτεσαι ότι αυτοί οι άνθρωποι κουβαλούσαν 35 με 40 τόνους ασβέστη σε όλη την Σίφνο περπατώντας 15 και 20 χιλιόμετρα κάθε μέρα κουράζεσαι όχι να το κάνεις κιόλας.
Ας θυμηθούμε λοιπόν ορισμένους από αυτούς που ξέρω και ας με συγχωρέσουν οι υπόλοιποι η οι συγγενείς τους.
ΝΙΚΟΛΟΣ ΜΟΥΣΑΡΗΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΗ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΤΣΟΝΙΟΣ (ΜΕΓΑΛΟΣ) ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΜΑΡΙΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΤΣΟΝΙΟΣ (ΠΑΙΔΙ)
ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΤΣΟΝΙΟΣ
ΚΩΣΤΗΣ ΑΤΣΟΝΙΟΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ
ΝΙΚΟΛΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΜΑΡΙΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΝΑ
ΝΙΚΟΛΟΣ ΛΕΜΠΕΣΗΣ (ΚΑΝΑΓΙΑΣ) ΚΑΙ Η ΓΥΝΕΚΑ ΤΟΥ ΤΖΑΜΠΕ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΕΜΠΕΣΗΣ (ΠΟΥΡΙ) ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΗ ΠΟΥΡΕΝΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΤΣΟΝΙΟΣ (ΚΑΛΙΤΣΟΓΙΑ)
ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΟΡΙΩΤΗΣ
Και οι ηρωικοί εργάτες των καμινιών που ορισμένοι από αυτούς ήταν και συνέταιροι με τους πιο πάνω.
ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ( ΠΑΝΗΣ)
ΑΤΣΟΝΙΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ (ΛΟΓΑΡΙΑΡΑ)
ΑΤΣΟΝΙΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ (ΜΠΑΙΡΑΜΗΣ)
ΣΑΝΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ (ΛΟΥΛΟΥΔΙ)
O Δημήτρης Μπελιός είναι από τον Αρτεμώνα της Σίφνου και πρώην προϊστάμενος του τοπικού σταθμού παραγωγής ΔΕΗ Σίφνου.
Ακολουθεί το βίντεο του Φρατζέσκου Λουκατάρη: