Γλυκειά μου αγάπη έχε γεια!!!»
Σήμερα τελέστηκε το μνημόσυνο των σαράντα ημερών για τον μεγάλο Λευτέρη Λουκατάρη.
Ένας Σιφνιός μουσικός που ρούφηξε τη ζωή μέχρι το τέλος της.
Έζησε μια ζωή με τα πάθη του, αγάπησε τα πάθη του και τα μετέτρεψε σε κέφι και χαρά.
Έζησε όπως ήθελε να ζήσει.
Είναι δύσκολο να καταλάβουμε εμείς οι απλοί άνθρωποι τον άνθρωπο αυτό.
Ίσως η καλύτερη περιγραφή για τον Λευτέρη Λουκατάρη είναι αυτή που κάνει ο Νίκος Καζαντζάκης για τον Γιώργο Ζορμπά στο τέλος του βιβλίου του «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»:
«Άμα πεθάνω, γράψε στο φίλο μου στην Ελλάδα πως πέθανα και πως, ως την τελευταία μου στιγμή, τα ‘χα σωστά τα μυαλά μου, τετρακόσια, και τον θυμόμουν.
Και πως ό,τι και αν έκανα, δεν το μετανιώνω.
…….
‘Εκαμα, έκαμα, έκαμα στη ζωή μου και πάλι λίγα έκαμα.
Άνθρωποι σαν εμένα έπρεπε να ζούνε χίλια χρόνια.
Καληνύχτα!»
Στην κηδεία του τον συνόδεψαν με τα βιολιά και τα λαούτα από την Παναγιά του Μπαλή μέχρι το νεκροταφείο
Και πάνω από τον τάφο του έπαιξαν «Τ’ αέρι» και άλλα τραγούδια.
Ήταν μια μυσταγωγία.
Σχεδόν όλα τα τακίμια του νησιού ήταν εκεί για να τιμήσουν τον Λευτέρη.
Τηρουμένων όλων των μέτρων προστασίας.
Και με μάσκες και με αποστάσεις.
Αλλά πάνω από όλα με πάθος και αγάπη για να τιμήσουν αυτόν τον άνθρωπο.
Το πάθος, η συγκίνηση, η αγάπη… δυσεύρετα στις μέρες μας.
Μέσα στο φέρετρό του έβαλαν κρασί και τσιγάρα.
Τα μεγάλα πάθη της ζωής του μαζί με την μουσική και την οικογένειά του.
Και στο χέρι του η πένα με την οποία έπαιζε το λαούτο.
Και ο Κώστας ο γιός του να χαϊδεύει τον Λευτέρη και να ζητά από όλους τους μουσικούς να τραγουδήσουν όλοι μαζί «Τ’ αέρι».
Και αυτό το τραγούδι έμελλε να είναι το αποχαιρετιστήριο άσμα για τον Λευτέρη, το αγαπημένο τραγούδι του Λευτέρη.
Στα αξιοσημείωτα είναι πως αυτό το τραγούδι είναι μελοποιημένο ποίημα του
Αριστομένη Προβελέγγιου «Ο αποχαιρετισμός του ναύτη».
Ο Λευτέρης ήταν ικανός ακόμα και μια-δυο μέρες πριν μισέψει να γλεντάει, να πίνει και να τραγουδάει.
Και εκεί ψηλά αυτό σίγουρα θα συνεχίσει να κάνει.
Ο Λευτέρης εκεί ψηλά θα τραγουδά το τραγούδι και θα το ακούει ο λόγιος Αριστομένης Προβελέγγιος.
Και θα ευφραίνονται οι ψυχές τους.
«Τ’ αέρι»
Παίρνει σιγά τ’ ἀγέρι ἕνα φιλί ἀκόμα, στόν κόσμο ποιός τό ξέρει ἄν τό γλυκό σου στόμα θά τό ξαναφιλήσω πιά; Γλυκειά μου ἀγάπη, ἔχε γειά!
Ἕνα φιλί ἀκόμη, ἕνα φιλί και πάλι. Ἀπ’ τήν παλιά σου γνώμη κανείς νά μή σέ βγάλει. Μή με ξεχνᾶς στήν ξενητειά, γλυκειά μου ἀγάπη, ἔχε γειά!
Εἴν΄ ἡ ζωή μου ἀγώνας μέ τήν ἀνεμοζάλη, εἶμ’ ἄχαρος χειμώνας σύ, τ’ ἄστρο πού προβάλλει οὐράνια παρηγοριά στή σκοτεινιά μου. Ἔχε γειά.
Ἄν ὅμως μέ ξεχάσεις ἄς μή γυρίσω πίσω̇ ἀνάμεσα θαλάσσης τά μάτια μου ἄς κλείσω πρίν νά τό μάθω. Ἔχε γεια. Ποιός ξέρει ἄν θά σέ ἴδω πια.
Λαμπρό ΄ναι νά θυμᾶσαι στίς θλιβερές σου ὥρες, πιστά πώς ἀγαπᾶσαι καί πώς σέ τόσες χῶρες καί θάλασσες ζεῖ μιά καρδιά γιά σένα μόνον. Ἔχε γειά.
Τί κι ἄν βογγάει τό κύμα καί ὁ βοριᾶς φρενιάζει κι ἡ θάλασσα εἶναι μνῆμα κι ὁ ἀγέρας σκοτεινιάζει; Γαλήνη θἄχω στήν καρδιά ἄν μέ θυμᾶσαι. Ἔχε γεια.