Τα σινιάλα
Πόσο πολύ αληθινά
λατρεύω τα καράβια
τη λαμαρίνα που πονά
το μύρο απ΄τη μουράβια
Κι όλο βλέπω τα σινιάλα
ρότες να χαράζουνε
στης καρδιάς μου τα λιμάνια
να ‘ρχονται ν΄ αράζουνε
Πέλαγα πόσα σκοτεινά
ταξίδεψαν αλήθεια
και πόσα κύματα βουνά
δε δέχτηκαν στα στήθια
Είναι οι ναυτικοί θεριά
καιροί δεν τους τρομάζουν
τη θάλασσα με τη στεριά
ποτέ δεν την αλλάζουν
Κι είναι αμέτρητα τα μίλια
τα ρεμέτζα καπετάνιοι
και τα βάσανά σας χίλια
μα κανένας δεν σας πιάνει
Κι όμως έχει καρδιά και φωνή η λαμαρίνα!
Αγκαλιά συνέχεια με μια θάλασσα πλανεύτρα που την ξεμυαλίζει!
Μια σχέση πάθους μεταξύ τους!
Και τα πληρώματα που θαλασσοδέρνονται
που ταξιδεύουν για το μεροκάματο με κάθε καιρό, γεμάτοι αρμύρα, το ξέρουν!
Ξενύχτια, σκοτάδια, πέλαγα ατέλειωτα, μίλια αμέτρητα μοναξιάς κι υπομονής!
Και μια θάλασσα πλανεύτρα να μας παίρνει το μυαλό, και να την λατρεύουμε όχι μόνον οι νησιώτες κι οι θαλασσινοί, αλλά όλοι!
Μια αιώνια ερωμένη!
Θάλασσα πόσο σ αγαπώ, όπως και τα καράβια σου, όπως και τους ναυτικούς σου!
Μια όμορφη μέρα να έχουμε, ήρεμη, γαλήνια, ψυχραιμία, υπομονή, επιμονή και πείσμα!
Την αγάπη μου!