άρχοντας του Φάρου
Φτάνοντας στη χώρα των Σιφνίων
περπάτησα το ασημένιο μονοπάτι
για να ‘ρθω να σε βρω.
Στεκόσουν αγέρωχος
στην άκρη ενός βράχου
ατενίζοντας το εκκλησάκι
της Παναγιάς της Χρυσοπηγής
που στον κόρφο σου χρόνια τώρα
την μορφή της κρύβεις
φυλαχτό πολύτιμο
σύντροφο ολάκερης ζωής.
Στάθηκα δίπλα σου σιωπηλά
δεν ήθελα να ταράξω την γαλήνη της στιγμής.
Χαμένος μέσα σε σκέψεις
δικές σου μοναχά
έμοιαζες με την θάλασσα να συνομιλείς.
Το μουρμουρητό της, που μόνο εσύ καταλάβαινες
φαινόταν σαν να σου εξομολογούταν
μυστικά προγονικά αλλοτινών καιρών.
Το πρωί που τα όνειρα συναντούν την πραγματικότητα
σε είδα να πετάς σαν γλάρος
και να χάνεσαι στο απέραντο θαλασσινό γαλάζιο.
Μπήκα κρυφά στο μυστικό σου κελί
στον κάτω κοιτώνα του σπιτιού
εκεί όπου μόνο η σκέψη σου κατοικεί.
Άνοιξα το μικρό παράθυρο
και μαγεύτηκα από τα λευκά σπιτάκια του Φάρου
σκαρφαλωμένα στον βράχο τον σκληρό
ανάμεσα στη γη, τη θάλασσα και τον ουρανό.
Ξάφνου, σαν να άκουσα να μου μιλάς:
αφέσου, ανάπνευσε και ζήσε τη στιγμή!!!
Μέσα στην απέραντη σιωπή
απέναντι στον Χρόνο στάθηκα
κι αναρωτήθηκα ενεών
ποιανού Τιτάνα άραγε τα χέρια,
στην μεγάλη μάχη των Θεών
τον βράχο της Σίφνου πέταξαν στο Αιγαίο
και παραμένει στους αιώνες στολίδι ακριβό;
Το πρωινό, κατάπληκτο από τον Ήλιο
νωχελικό, πρωτογραμμένο κι ασυλλόγιστο
τα μονοπάτια του νησιού διαβήκαμε παρέα
ανάμεσα σε πεζούλες και ξερολιθιές
σχοίνους, φίδες, θυμάρι, μέντα, ρίγανη,
φασκόμηλο, αμπέλια και ελιές.
Ξωκλήσια γαλαζότρουλα
ξεπρόβαλαν μπροστά μας
αμέτρητες αετοφωλιές
που μέσα στο μισοσκόταδο
μας περιμέναν καρτερικά
άγιοι ηρωικοί και Παναγιές θαυματουργές.
Απολλωνία, Αρτεμώνας, Εξάμπελα και Καταβατή,
Καμάρες, Φάρος, Κάστρο και Βαθύ,
της ξεχασμένης Μεροπίας, πόλεις και χωριά,
με πλακόστρωτα σοκάκια
και σπίτια απλά αγκαλιασμένα σφιχτά
πλάι στα μεγάλα επιβλητικά αρχοντικά.
Μοσχοβολούσαν οι γειτονιές
βασιλικό κι ασβέστη
κι εσύ με άκρατο ενθουσιασμό
μου διηγούσουν ιστορίες μοναδικές
από τις μνήμες σου τις παιδικές.
Με πόση περηφάνια μου ‘δειξες
το σπίτι σου στο Κάστρο,
αυτό, που μες τα σπλάχνα του
ενοικούν ακόμη
τα ερείπια μιας αρχαίας ζωής
κι άρχισες να ξεδιπλώνεις μνήμες
ενός παράδεισου χαμένου
στο βαθύτερο εγώ.
Μιλούσες με ζήλο για τα περασμένα,
τα τωρινά αλλά και τα μελλούμενα.
Ξάφνου όμως σκοτείνιασες
όταν τη σκέψη σου κατέλαβε το σήμερα
«μνησιπήμων πόνος» φίλε μου
που στάζει στην ψυχή σου κάθε βράδυ.
Στον Αρτεμώνα, κοντά
στην εκκλησιά του Αφέντη
της όμορφης με το αρχαίο όνομα κυράς
με καλοδέχτηκες στο σπίτι το άλλο
τα πατρικό, που μοσχοβολούσε
από τις μνήμες του χθες.
Ανεξίτηλα αποτυπώματα
η πιατοθήκη με τις πορσελάνες,
το μαντεμένιο κρεβάτι, ο κομός,
ο καθρέπτης, το παλιό φωτιστικό
και φωτογραφίες ανθρώπων μιας άλλη εποχής
που μας κοιτούσαν επίμονα
από τους τοίχους τους παλιούς
όλα τοποθετημένα ευλαβικά
στη θέση που τ’ αφήσαν
στέφανος δόξας και κατάθεση ψυχής.
Ζήλεψα τ’ ομολογώ
γιατί οι δικές μου ρίζες χάθηκαν στην Μικρασία
και δεν έχω κάτι να σου διηγηθώ.
Μέγα βάρος στις πλάτες σου
ακάματε σκαπανέα της ιστορικής μνήμης.
Μην προσπαθείσεις αυτά που έγιναν
ποτέ σου να ξεχάσεις
αλλά να τα θυμάσαι με περίσσια ζέση
κι ανάμεσα στους θησαυρούς της καρδιάς σου
να ‘χουν πάντα περίοπτη θέση.
Πλάι στο κύμα, στα αιωνόβια αρμυρίκια
και τα κρινάκια τα λευκά,
που μόνο στους αμμόλοφους ανθίζουν
γεύτηκα τις νοστιμιές της Σίφνου.
Εδέσματα περίφημα και γεύσεις εκλεκτές
σκληρό τυρί μανούρα
να τ’ αγκαλιάζει απ’ έξω
του μούστου η γύλη τρυφερά,
και μαστέλο, αρνάκι μεθυσμένο
ψημένο μέσα σε πολύ κρασί
και οι ξακουστοί ερέβινθοι
που σιγοβράζουν στον ξυλόφουρνο
μέσα στην σκεπαστερί.
Αρώματα αμύγδαλου και ανθόνερου παντού
και της κολοκύθας της λωλής
μιας άγνωστης νοικοκυράς
ατυχούς παρασκευής.
Στον Πλατύ Γιαλό, τον φημισμένο και ξακουστό,
έμαθα για τον χαμένο «λίθο το σιφναϊκό».
Εκεί πρωτοείδα τον τροχό
που ασταμάτητα με μόχθο θαυμαστό
αιώνες τώρα γυρνάει στο νησί,
δουλεύοντας την πλούσια σε άργιλο σιφναϊκή γη,
φτιάχνοντας τεχνήματα με απερίγραπτη αισθητική.
Φεύγοντας, δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω.
Άφησα για πάντα τα χνάρια
από τα βήματα όπου περπάτησα
και τη βαριά σκιά μου
ανυπόμονα να περιμένουν
κάποια στιγμή να επιστρέψω.
Το μόνο που πήρα ως ανάμνηση παντοτινή
ήταν μια πέτρα από σχιστόλιθο
απ’ το μονοπάτι του σπιτιού
βαμμένη με το χρυσαφί του ήλιου
και του φεγγαριού το ασημένιο γκρι.
Έτσι θέλω να θυμάμαι την Σίφνο,
χάρη σε σένα, γοητευτική και όμορφη,
απλή και σεμνή,
μα πάνω απ’ όλα φιλόξενη και λαμπερή!!!!!
* Παναγιώτης Καμπάνης: Δρ. Αρχαιολόγος – Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού