Ας γυρίσουμε πολλά χρόνια πριν.
Στη Σίφνο, μετά την Κατοχή, κάπου στα 1950.
Στο Δημοτικό Σχολείο της Απολλωνίας Σίφνου.
Το Σμαρώ τ’ Αντωνάκη από τα Εξάμπελα θυμάται….
Στα πρώτα μετακατοχικά χρόνια στο σχολείο υπηρετούν τρεις δάσκαλοι.
Η κ. Ελένη Μπελτράν από τη Σίφνο, καθώς και οι κύριοι Καραλέκας και Καραπανάγος.
Εκείνα τα χρόνια υπηρέτησε και ο κ. Αντωνόπουλος που παντρεύτηκε μία κοπέλα από το Κάστρο.
Κάθε δάσκαλος είχε δύο τάξεις μαζί.
Η πρώτη έκανε μάθημα μαζί με την δευτέρα, η τρίτη με την τετάρτη, και η πέμπτη με την έκτη.
Όλοι προσπαθούν να ξανασταθούν στα πόδια τους μετά τη λαίλαπα του Πολέμου.
Κατά τη διάρκεια της διπλής ιταλο-γερμανικής κατοχής τα σχολεία παρέμειναν κλειστά.
Ο ρόλος των δασκάλων ήταν πολύ δύσκολος, καθώς οι συνθήκες δεν ήταν καθόλου εύκολες για τα παιδιά που είχαν βιώσει τέσσερα πολύ δύσκολα χρόνια με πολλά τραύματα να σημαδεύουν τις ψυχές τους.
Οι μαθητές είναι πολλοί σε κάθε τάξη και, μάλιστα, στη μεγάλη τάξη φοιτούν μαθητές με διαφορά ηλικίας μεταξύ τους, καθώς στην Κατοχή τα σχολεία δεν λειτουργούσαν.
Η κ. Μπελτράν ήταν δασκάλα αυστηρή.
Ένα περιστατικό που παραμένει αναλλοίωτο στη μνήμη του Σμαρού συνέβη μια μέρα στο σχολείο στις κάτω αίθουσες.
Οι μεγάλες τάξεις έκαναν μάθημα στον επάνω όροφο.
Κάπου μεταξύ 1950, όταν ήταν στην πέμπτη Δημοτικού με δασκάλα την κ. Μπελτράν.
Όμως εκείνη την ώρα έκαναν Ωδική με τον κ. Καραπανάγο στις κάτω αίθουσες του σχολείου.
Στο μαθημα ο κ. Καραπανάγος είχε πάρει το μαντολίνο του και συνόδευε τους μαθητές στο τραγούδι «Το φανταράκι». Οι μαθητές είχαν ενθουσιαστεί, αλλά ξαφνικά μπαίνει μέσα στην τάξη η κ. Μπελτράν και τους διακόπτει λέγοντας «Οι δικοί μου μαθητές δεν θα τραγουδούν τέτοια τραγούδια».
Από τότε έχουν περάσει πάνω από εβδομήντα χρόνια.
Όμως το μαντολίνο του κ. Καραπανάγου ηχεί ακόμα στα αυτιά του Σμαρού μαζί με τις χαρούμενες φωνές των παιδιών που τραγουδούν τους στίχους του Γιώργου Μητσάκη, παρά την απότομη διακοπή…
«Το φανταράκι απόψε πάλι
έχει μεράκι και τα `χει πιει
γιατί έχει μέρες να πάρει γράμμα
απ’ το κορίτσι του και ανησυχεί
Θέλει να πάει στο λοχαγό του
και συλλογιέται τι να του πει
Αν του γυρέψει και καμιά χάρη,
φοβάται μη τυχόν και του αρνηθεί
Ο λοχαγός του είναι λεβέντης
έχει κι εκείνος χρυσή καρδιά
τον εγνωρίζει απ’ την Αθήνα
που κατοικούσανε σε μια γειτονιά
Γι’ αυτό όταν πήγε του λέει με γέλιο
καταλαβαίνω τι θες να πεις
μια κι είσαι εντάξει βρε φανταράκι
πάρε μια άδεια κι άντε να τη βρεις»
Στα εβδομήντα χρόνια που πέρασαν άλλαξαν πολλά στην Παιδαγωγική.
Πλέον, το «Φανταράκι» τραγουδιέται από τους μαθητές…
Και οι μνήμες του Σμαρού φέρνουν στη μνήμη τους στίχους του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή …..
«Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές-
……..
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου»