Στο πολύ ενδιαφέρον blog https://sarantakos.wordpress.com/
βρήκαμε την παρακάτω δημοσίευση για τις Σιφνέικες ρίμες από το Κουτρούφι:
Στο μέιλ που συνόδευε την επιστολή, το Κουτρούφι παρατηρεί: Για ένα Σιφνιό αναγνώστη που γνωρίζει πρόσωπα, καταστάσεις και την μορφολογία του τοπίου, ενδεχομένως, δεν χρειάζονται πολλές επεξηγήσεις. Το πιο σημαντικό, επειδή οι ρίμες αυτές είναι σατιρικές, για έναν τέτοιο αναγνώστη, το γέλιο βγαίνει αβίαστα. Ειλικρινά, έχω την απορία για την εντύπωση που δημιουργούν σε κάποιον που δεν είναι γνώστης των καταστάσεων. Στο κείμενο έχω συμπεριλάβει και κάποιες πληροφορίες για να βοηθηθεί ένας τέτοιος αναγνώστης. Δεν βάζω μόνο τους μη Σιφνιούς.
Συμπεριλαμβάνω και τους Σιφνιούς που είναι νεότεροι από 50 χρονών και δεν έχουν γνωρίσει τα πρόσωπα τα οποία πρωταγωνιστούν. Εγώ π.χ. δεν γνώρισα τον αφηγητή. Τους άλλους πρωταγωνιστές τους ήξερα. Ήταν γείτονές μου στον Αρτεμώνα αλλά και πάλι τους γνώρισα σε μεγάλη ηλικία και δεν μπορώ να τους φανταστώ να κάνουν αυτά που περιγράφονται.
Επίσης σημαντική παράμετρος είναι ότι περιγράφεται μια διαδρομή η οποία μέχρι πριν 30-35 χρόνια περίπου γινόταν σε κακοτράχαλο μονοπάτι. Εδώ και κάποιες δεκαετίες υπάρχει άνετος ασφαλτωμένος δρόμος και η διαδρομή με το αυτοκίνητο γίνεται μέσα σε 15 λεπτά. Έτσι οι νεότεροι Σιφνιοί δεν μπορούν να σκεφτούν τις δυσκολίες της πεζοπορίας που περιγράφονται στις ρίμες
ΣΙΦΝΕΙΚΕΣ ΡΙΜΕΣ. ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ.
Οι ρίμες είναι έμμετρα λαϊκά αφηγήματα. Η ιστορία τους, η θέση τους στο γενικότερο πλαίσιο της Δημοτικής Ποίησης και η αξία τους έχουν μελετηθεί και μελετιούνται από ειδικούς. Άρθρα και μελέτες υπάρχουν μπόλικα. Όπως και σε όλο το νησιωτικό χώρο έτσι και στη Σίφνο υπάρχει η συνήθεια αυτή. Αφορμή για να γραφτούν ρίμες μπορεί να δίνονται από την επικαιρότητα, όχι μόνο την ντόπια αλλά και την ευρύτερη (εθνική ή διεθνής). Άλλοτε οι ρίμες έχουν σατιρική διάθεση και άλλοτε έχουν χαρακτήρα προβληματισμού. Πολύ συχνά όμως, γράφονται για να σατιρίσουν, να χλευάσουν και καμιά φορά να λοιδορήσουν περιστατικά και πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας. Για το λόγο αυτό, ο Σιφνιός, μεταξύ σοβαρού και αστείου, είναι προσεκτικός σε ό,τι επιχειρεί ώστε να μην αποτύχει και «του βγάλουνε ρίμες».
Οι σιφνέικες ρίμες γράφονται συνήθως στη γνωστή μορφή των δεκαπεντασύλλαβων ιαμβικών ομοιοκατάληκτων διστίχων:
Και το Μανώ της Μπαζανιάς θέλει μεγάλη ρίμα
που αγαπάει το Ρηνιώ και τα πηγαίνουν πρίμα
Πολύ συχνά όμως γράφονται και σε μορφή τετράστιχων όπου ο κάθε στίχος είναι οκτασύλλαβος. Οι δύο πρώτοι είναι ιαμβικοί ενώ οι δύο τελευταίοι είναι τροχαϊκοί. Ακολουθείται ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.
Γροικάτε νέα του χωριού,
πίσω στου Κου του Προυνιδιού
τι του κάναν ένα βράδυ
οι καλοί του οι καμαράδοι
Η συγκεκριμένη μορφή είναι αυτή στην οποία γράφονται τα σιφνέικα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Κατά κάποιο τρόπο, αρκετά τέτοια κάλαντα που φτιάχνονται κάθε χρόνο μπορούν να χαρακτηριστούν σαν ρίμες με την έννοια ότι σε αυτά κυριαρχεί σχολιασμός της επικαιρότητας. Π.χ. όταν άλλαξε το νόμισμα από τη δραχμή στο ευρώ (2002) αρκετά κάλαντα της χρονιάς εκείνης σχολίαζαν (άλλοτε σατιρικά, άλλοτε με προβληματισμό) την αλλαγή αυτή.
Παλαιότερα, χρησιμοποιούνταν και άλλα μέτρα τα οποία πολλές φορές προσαρμόζονταν σε υπάρχοντες σκοπούς ή τραγούδια.
Στ’ Αη Μαρκουριού τη μάντρα μες στην ξυλοκερατιά
ήταν ο γαμπρός κρυμμένος και δεν τονε βρίσκαν πια
Εδώ, παραθέτω ένα μακροσκελές (58 στροφές) παράδειγμα του 1957, στη μορφή του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου. Οι ρίμες αυτές ανασύρθηκαν από συρτάρι και δημοσιεύτηκαν στην τοπική εφημερίδα «Σιφναϊκά Νέα» το 2014. Διηγούνται ευτράπελα περιστατικά γύρω από ένα πανηγύρι που έγινε σε ένα από τα δεκάδες ξωκλήσια του νησιού. Ο στιχουργός λεγόταν Γιώργης Καλογήρου (παρατσούκλι «Μπουλής») ο οποίος είναι και πρωταγωνιστής-αφηγητής.
Στον κάβο της Χερρόνησος που ‘ναι κατά τη δύση
ο Άγιος Νικόλαος ένα μικρό ξωκλήσι [1]
ήταν ο Νίκος ο Ξυρζές [2] που ει-θα εορτάσει
μα έτυχε στη μνήμη του ο κόσμος να χαλάσει
Ήτανε το ευτύχημα που όλα τα ‘χε πάει
κι όποιος κι αν-ε-βρισκούντανε θε να ‘βρισκε να φάει
Εγώ αυτά που θα σας πω δεν είναι παραμύθια
πήγα την προπαραμονή να βρέξω τα ροβύθια [3]
Κει βρήκα τον Κουρούμαλη κι ένα Αμερικάνο [4]
μα πού να ξέρω ο φουκαράς με ποιους είχα να κάνω
Φαϊ, κρασί τους κουβαλώ μα πού να τους προκάνω
μου ‘πανε πως αναυαγοί βρεθήκανε κει πάνω
Ψήσανε διά κολατσιό δυο φύλλα μπακαλιάρο
και μου γυρεύανε καφέ, κουβέρτες και τσιγάρο
Από αυτά τα πράγματα εμένα μη ζητάτε
εγώ ήρθα για μαγείρεμα και ότι έβρετε θα φάτε
Αφού καφέ δεν φέρατε εδώ πού θα τον βρείτε;
Άμα θα πάτε στο χωριό, στου Πίπη [5] θα τον πιείτε
Έχομε μπόλικα φαγιά και όσα θέτε φάτε
μόνο τα αποτσίγαρα έξω να μην πετάτε
Αντώνη Τριαντάφυλλε, πού βρίσκεσαι δεν ξέρεις;
από τσιγάρο και καφέ εδώ θα υποφέρεις
Και να προσέχεις άλλοτε, άμα θα ξαναλάχεις,
μέσα στο ντρουβαδάκι σου καφέ, τσιγάρα να ‘χεις
Τη νύχτα που κοιμόμαστε ο ένας είχε βάρδια
και σε μια ώρα όρθιοι αδειάζουν δυο κουμάρια
Οικονομία βρε παιδιά αφήστε και σε μένα
να ρθει και ο πανηγυράς να πιει κι αυτός κανένα
Δεν βλέπεις που χανούμαστε μου λέγανε εκείνοι
και αν βαστήξει η χιονιά τίποτα δεν θα μείνει
Επίνανε και μου ‘λεγαν πάντοτε σην υγειά μου
κι η ταμεζάνα άδειαζε κι ητράβου τα μαλλιά μου
Ξημέρωσε παραμονή κι ο κόσμος ηχαλούσε
εγώ σταναχωριόμουνα κι ο Αλέκος ηγελούσε
Δυο-τρεις οκάδες έβαλα ρεβύθια για να βράσω
αν έρχουνε Χερροτσιανοί για να τους επεράσω
Η μέρα πια επέρασε χωρίς καμιά ελπίδα
μέσα στα σουρουπώματα Δεπάστα, Φύσσα είδα [6].
Τότε παρηγορήθηκα που γίναμε πέντε-έξε
φωνάζω του Κουρούμαλη: στην εκκλησία τρέξε
Άναψε τα καντήλια του και όλες τις λαμπάδες
να κάνουμε εσπερινό, ας λείπουν οι παπάδες
Κάναμε τον εσπερινό όμορφα και ωραία
πώς ηκαλοπεράσαμε δεν έχετε ιδέα
Και πάμε για την τράπεζα κι άρχισε το ρεβύθι
και μπακαλιάρο ψήναμε, κρασί και παραμύθι
Και μέσα στα μεσάνυχτα ένοιωσα μία βρώμα
φουμέρνουν τ’ αποτσίγαρα τίποτα δεν είν’ ακόμα
Και το πρωί εκάναμε όλοι την προσευχή μας
παιδιά, ας ξεκινήσουμε κι η χάρη Του μαζί μας
Το μπακαλιάρο πήραμε γιατί ήταν βρεμένος
κι αν τον αφήναμε εκεί θα πήγαινε χαμένος
Στο δρόμο που πηγαίναμε μοιράζαμε ένα ένα
φύλλο για τον πανηγυρά δεν έμεινε κανένα
Και μόλις ανεβήκαμε να δούμε τον Πυργίσκο [7]
το μονοπάτι χάνουμε, πού πάμε δεν τα βρίσκω
Καμιά φορά τα βρήκαμε και πάμε για Γιαβρούχα [7]
βρεγμένοι, κι η Προυνίδαινα [8] μας στέγνωσε τα ρούχα
Και το Προυνίδι [8] τη φουβού ν’ ανάβει και να σβήνει
κρασί, καφέ, φασκομηλιά άρχισε να μας ψήνει
Πώς εκαλοπεράσατε, εκείνος μας ερώτα
από τσιγάρο και καφέ εχάσαμε τη ρότα
Εμπρός παιδιά να φύγουμε ακόμα ελιγάκι
άμα ανεβούμε τον Καβιά [7], βλέπουμε το Τρουλλάκι [7]
Και να ανέβεις τον Καβιά να σου κτυπά το χιόνι
και να χεις δυο ατσίγαροι Αλέκο και Αντώνη
Τρία τσιγάρα μου ‘μειναν, πώς να τα φανερώσω;
Στη Χώνη [7], εσκεπτόμουνα, εκεί να τους τα δώσω
Εγώ επήγαινα μπροστά κι αυτοί ακολουθούσαν
ν’ ανέβουν τον ανήφορο κι οι δυο δεν ημπορούσαν
Και ο Αντώνης φώναζε: μου λύσανε οι γκέτες.
μα κείνος είχε κόψιμο, του φεύγανε ρουκέτες
Σιγά-σιγά μωρέ παιδιά, μ’ έπιασε η κοιλιά μου
να φύγουν τα αέρια, Χριστέ και Παναγιά μου!
Ως ν’ ανεβάσεις του Καβιά στα πόδια σου θα λυώσεις
και δω τις αμαρτίες σου Αντώνη θα πληρώσεις
Και κείνος ο Κουρούμαλης πάντα πίσω πομένει
κι αυτός τα παντελόνια του δεν πρόκανε να δένει
Ένα καζάνι φάγατε ρεβύθια, μπακαλιάροι
πως θα σας εχαλούσανε δεν πήρατε χαμπάρι;
Για να τους κάνω τίποτε στο δρόμο δεν μπορούσα
τον Άγιο Νικόλαο μόνο παρακαλούσα
Ω! Άγιε Νικόλαε βοήθα να τους σώσω
να πάω στις γυναίκες τους να τους επαραδώσω
Όλα τα παρακάλια μου επήγανε χαμένα
από το φόβο μ’ έπιασε το κόψιμο και μένα
Τώρα κι οι τρεις μας στα βουνά που αστε μη βρεθούμε
μέσα στο Ξερολάγκαδο [7] κόντεψε να χαθούμε
Νίκο Ξυρζέ πανηγυρά εσύ ‘σουν η αιτία
και αν μας εχαλούσανε θα ‘χες την αμαρτία
Και ο Γιατρός [9] συνένοχος σ’ αυτην την ιστορία
γιατί αυτός τους έβγαλε στον κάβο εξορία
Εδώ που θα περάσουμε κάνε κουράγιο Αντώνη
Τρουλλάκι, Ξερολάγκαδο και πιάνομε τη Χώνη
Εκεί στο Ξερολάγκαδο, εκεί ήταν τα μανίκια
να σου κτυπάνε οι χιονιές και να κλωτσάς χαλίκια
Ο Λούης δεν μα έφτανε εκείνη δα την ώρα
βρεγμένοι σαν τους ποντικούς πήγαμε στη Θοδώρα [8]
Θοδώρα, έλα γδύσε μας, τα ρούχα να στεγνώσεις
γιατί είμαστε αναυαγοί ίσως να μας γλυτώσεις
Κρασί μέσα στης Μπαζανιάς [8] και μες στου Γεραντώνη [8]
μας φύγαν τα κοψίματα, τα βάσανα κι οι πόνοι
Αφού στεγνώσαμε καλά και πήραμε αέρα
και πάλι ξεκινήσαμε πάντα οι τρεις παρέα
Πιάνομε τον Καταβατό [7] κι Αη Μηνάς [7] κοντά μας
και βλέπουμε τα Μάγγανα και τότε πια χαρά μας
Ήρχαμε στου Καλαμπελά [7] και εις το Λιαροκόπι [7]
στου παπα-Τσάγκα [8] τα ‘πιαμε ξεχάσαμε τις κόποι
Είχα μια υποχρέωση ακόμα να πληρώσω
να πάω στις γυναίκες τους να τους τις παραδώσω
Κυρία Άννα [10] σου ‘φερα καλά το σύζυγό σου
βάλε μας τώρα ένα κρασί να πιούμε για το γιο σου
Συ Αρχοντό [11] τον άντρα σου καλά να τον κοιτάξεις
και φρόντισε πιο γρήγορα όλο να τον αλλάξεις.
Κι εγώ θε να παρακαλώ κι ας είναι αμαρτία
να μη μου ξαναλάχουνε τέτοια βαριά φορτία.
[1] Ξωκλήσι που βρίσκεται στη βορειοδυτική ακτή της Σίφνου. Η ευρύτερη περιοχή λέγεται Χερρόνησος από τον ομώνυμο όρμο στον οποίο βρίσκεται μικρός οικισμός. Εκείνα τα χρόνια ο όρμος της Χερρονήσου είχε λίγα οικήματα (κυρίως αγγειοπλαστεία) και λιγοστούς κατοίκους (που λέγονται Χερροτσιανοί), ιδιαίτερα το χειμώνα. Η Χερρόνησος απέχει από τους κεντρικούς μεσόγειους οικισμούς του νησιού («το χωριό») περίπου 14 χιλιόμετρα. Τότε, το μονοπάτι ήταν δύσβατο και η πεζοπορία πολύωρη. Η θαλάσσια πρόσβαση, τόσο στη Χερρόνησο όσο και στο ξωκλήσι, είναι πιο βολική αλλά δεν προσφέρεται σε περίπτωση έστω και μικρής θαλασσοταραχής.
[2] Είναι ο «πανηγυράς». Αυτός που έχει αναλάβει να κάνει το πανηγύρι και στις υποχρεώσεις του περιλαμβάνονται τα έξοδα για το φαγητό.
[3] Ο ριμαδόρος ήταν ο μάγειρας για το πανηγύρι της 6ης Δεκεμβρίου της χρονιάς εκείνης. Ο μάγειρας πηγαίνει στο ξωκλήσι από την προπαραμονή για τις απαραίτητες προετοιμασίες σχετικά με το φαγητό που θα σερβιριστεί στους προσκυνητές την άλλη μέρα, μετά τον εσπερινό. Την περίοδο της νηστείας των Χριστουγέννων (από τις 15 Νοεμβρίου) το φαγητό που σερβίρεται στα πανηγύρια είναι ρεβυθάδα (πρώτο πιάτο) και τηγανητός μπακαλιάρος (δεύτερο πιάτο). Έτσι λοιπόν ο Μπουλής είχε πάει την προπαραμονή να προετοιμάσει το φαγητό και στη διαδικασία αυτή είναι και να «βρέξει τα ρεβύθια».
[4] Το «Κουρούμαλης», για τον ένα, είναι παρατσούκλι και το όνομά του ήταν Αλέκος. Ο άλλος, ο «Αμερικάνος», ήταν ο Αντώνης Τριαντάφυλλος ο οποίος είχε για αρκετά χρόνια εστιατόριο στην Νέα Υόρκη.
[5] «Στου Πίπη» είναι ένα καφενείο στην κεντρική πλατεία του Αρτεμώνα. Ο Πίπης, ο ιδιοκτήτης του καφενείου, ήταν αδελφός του Αντώνη Τριαντάφυλλου. Λόγω Πίπη, όλη η πλατεία αναφερόταν ως «του Πίπη» και η ονομασία αυτή διασώζεται μέχρι σήμερα.
[6] Επώνυμα γνωστών περιοίκων της περιοχής οι οποίοι πρέπει να ήλθαν από τον γειτονικό όρμο της Χερρονήσου.
[7] Τοπωνύμιο
[8] Παρατσούκλι ή όνομα.
[9] Ο Γιατρός είναι ο Σωτήρης Τραντάφυλλος, άλλος αδελφός του Αντώνη, ο οποίος για δεκαετίες (μέχρι το 1975 περίπου) ήταν ο μοναδικός γιατρός της Σίφνου. Από δω συμπεραίνεται ότι οι δυο τύποι είχαν πάει στο ξωκλήσι από τη θάλασσα με τη βάρκα του.
[10] Σύζυγος του Αντώνη
[11] Σύζυγος του Κουρούμαλη
Μερικά σχόλια:
- Η περιγραφή της επιστροφής των τριών στο χωριό, με τις αναφορές σε τοπωνύμια που βρίσκονται στην διαδρομή, θυμίζει ένα παραδοσιακό Σιφνέικο σκοπό πάνω στον οποίο λέγονται δίστιχα που το καθένα αναφέρεται σε τοπωνύμια στη διαδρομή Χερρόνησος – Αρτεμώνας. Ο σκοπός αυτός, «Στράτα μου της Χερρόνησος», έχει ηχογραφηθεί από το Σίμωνα Καρά και περιέχεται στο δίσκο «Τραγούδια των Κυκλάδων». Στην ηχογράφηση περιέχονται μόνο δύο στροφές αλλά υπάρχουν περισσότερες. Μερικά δίστιχα με τοπωνύμια τα οποία αναφέρονται και στις ρίμες:
Στράτα μου της Χερρόνησος χώμα κοσκινισμένο
εσύ κρατάς τον Αγγελέ και γω τον περιμένω (ή, αλιμένω)
Στράτα μου του Καλαμπελά, τρίστρατο των Μαγγάνω(ν)
και μπρόβαρμα τ’ Αη Μηνά κι ας πέσω να πεθάνω
Πίσω στο Ξερολάγκαδο θα πάω να στήσω τέντα
για να περνά η αγάπη μου να πιάνουμε κουβέντα
Ο Αγγελές ημπρόβαλε στου Τρουλλακιού την πόρτα
και σήκωνε στον ώμο του ένα τσουβάλι χόρτα
Όταν μπροβάλω στου Καβιά και πιάσω του Γιαβρούχα
μου φεύγουνε τα βάσανα και οι καημοί που ‘σου χα
- Οι ρίμες αυτές περιέχουν σχετικά λίγους ιδιωματισμούς. Γραμματικοί ιδιωματισμοί, συνηθισμένοι στη Σιφνέικη ντοπιολαλιά, που εντοπίζονται:
α. «(που) ει θε να (εορτάσει)»: Που θα εόρταζε.
β. «εορτάζω»: Εδώ έχει την έννοια του «επιτελώ το πανηγύρι», «πανηγυρίζω».
γ. «αστε μη (βρεθούμε)»: Μακάρι να μην βρισκόμασταν.