O καπετάν-Γιώργης ο Κολυδάς, από την Άνδρο, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην ακτοπλοΐα μας.
Στη γραμμή των Δυτικών Κυκλάδων ταξίδεψε με το «Κίμωλος» και το «Γεώργιος Εξπρές».
Επίσης ήταν ο καπετάνιος του «Πρέβελη»/«Πρέβελης» όταν αυτό προσέγγιζε στο λιμάνι των Καμαρών στο ταξίδι Πειραιάς-Σίφνος-Ρέθυμνο.
Για το «Κίμωλος», το «Γεώργιος Εξπρές» και τα δρομολόγιά του στην άγονη γραμμή μας είχε αναφέρει:
«Μετά από τον Στρίντζη βρέθηκα στον Βεντούρη.
Το πρώτο πλοίο που έκανα ήταν το «Κίμωλος».
Συνάντησα τότε τον Σπύρο τον Κοντολούρη, ο οποίος ήταν τότε ο γενικός τροφοδότης του Βεντούρη. Ο Σπύρος με ρώτησε αν μ’ ενδιαφέρει να πάω στου Βεντούρη.
Από την εταιρεία με ρώτησαν αν ήθελα να πάω στο «Κίμωλος», για το οποίο μου υπέδειξαν ότι δεν έχει προπελάκι.
Εγώ δέχτηκα και στο πρώτο ταξίδι ήρθε μαζί μου ο Ανδρέας ο Καπάκης για να δει πώς θα τα πάω.
Δευτέρα φύγαμε για Δυτικές Κυκλάδες και κάναμε διανυκτέρευση στη Μήλο.
Την Τρίτη γυρίσαμε στον Πειραιά και αμέσως φύγαμε για τη μεγάλη άγονη για Δυτικές Κυκλάδες-Άγιο Νικόλαο-Σητεία-Κάσο-Κάρπαθο-Χάλκη-Ρόδο.
Όταν φύγαμε από την Κύθνο με φωνάζει ο καπετάν-Ανδρέας ο Καπάκης για να μιλήσουμε. Μου είπε ότι, ήδη, είχε μιλήσει με το Βεντούρη και όλα ήταν εντάξει. Μου είπε ακόμα γελώντας ότι αυτός είχε έρθει μαζί μου για να δει τι θα κάνω, αλλά στο τέλος μάλλον εγώ θα του μάθαινα. Η ευχή που μου έδωσε τότε ήταν να αποφύγω τα καουμποϊλίκια στο λιμάνι.
Στο λιμάνι του Πειραιά μας περίμενε ο Βαγγέλης ο Βεντούρης, οποίος μου είπε ότι ο καπετάν-Αντρέας του είχε πει τα καλύτερα για μένα. Μου ευχήθηκε «Καλορίζικος» και μου είπε να πάρω το καράβι για τη μεγάλη άγονη.
Εγώ του είπα ότι δεν είχα πάει ποτέ ούτε στα μισά λιμάνια, αλλά εκείνος μου είπε ότι δεν θα έχω πρόβλημα. Μάλιστα με καθησύχασε λέγοντάς μου ότι στο πλοίο ταξίδευε ως ανθυποπλοίαρχος ένας παλιός έμπειρος ναυτικός ο οποίος γνώριζε καλά τα λιμάνια και θα με βοηθούσε στις μανούβρες.
Το μακρύ ταξίδι περιλάμβανε Κύθνο-Σέριφο-Σίφνο- Μήλο-Κίμωλο- Φολέγανδρο-Σίκινο-Ίο-Σαντορίνη-Άγιο Νικόλαο-Σητεία-Κάσο-Κάρπαθο (Πηγάδια)-Διαφάνι-Χάλκη-Σύμη-Ρόδο.
Γυρίζαμε με το «Κίμωλος» και φεύγαμε Παρασκευή για την άγονη της Πελοποννήσου.
Κυπαρίσσι-Γέρακα-Μονεμβασιά-Νεάπολη-Κύθηρα (Αγία Πελαγία)-Αντικύθηρα-Καστέλι.
Αναχώρηση άμεση από Καστέλι για Αντικύθηρα για Καψάλι-Αγία Πελαγία-Γύθειο.
Από Γύθειο πάλι Αγία Πελαγία-Νεάπολη-Μονεμβασιά-Γέρακα-Κυπαρίσσι-Πειραιά.
Ερχόμασταν Κυριακή πρωΐ στον Πειραιά και μέναμε για διανυκτέρευση.
Δευτέρα πρωΐ φεύγαμε για Δυτικές Κυκλάδες, Τρίτη απόγευμα για τη Μεγάλη Άγονη και Παρασκευή για την Άγονη της Πελοποννήσου.
Εβδομήντα δύο-εβδομήντα τέσσερα λιμάνια την εβδομάδα».
Μετά ο Βεντούρης μ’ έστειλε στο «Γεώργιος Εξπρές».
Στο «Γεώργιος» δεν ήθελε να πάει κανείς, μιας και ήταν ένα δύσκολο βαπόρι.
Οι μηχανές του ήταν μπαταριστές και το προπελάκι ήταν …… σαν ανεμιστήρας.
Αλλά ήταν μάγκικο βαπόρι.
Στη Μύκονο κάναμε για να δέσουμε τον ίδιο χρόνο που έκαναν οι άλλοι με τα pitch.
Στο ένα μίλι κάναμε stand-by και στο μισό μίλι κάναμε «κράτει» τις μηχανές και μπαίναμε με 12-13 μίλια στο παλιό λιμάνι της Μυκόνου. Και λέω μηδένισε όχι χτύπα και τις δυο ανάποδα και όπου μας βγάλει.
Με το «Γεώργιος Εξπρές» κάναμε δρομολόγια για Δυτικές Κυκλάδες μαζί με τη μεγάλη άγονη.
Μετά γυρίσαμε Παροναξία και Fauclands (Δονούσα-Σχοινούσα-Ηρακλειά-Κουφονήσι). Σχολεία μεγάλα αυτά.
Μπαίναμε νύχτα στα λιμάνια αυτά για να βγάλουμε δυο-τρία άτομα, φάρμακα, ασθενείς.
Την τελευταία χρονιά, πριν από την χρεωκοπία του Βαγγέλη του Βεντούρη, κάναμε με το «Γεώργιος Εξπρές» Σύρο-Τήνο-Μύκονο και κάθε Σάββατο Μικρές Ανατολικές Κυκλάδες και Αμοργό.
Θυμάμαι την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου εκείνης της χρονιάς το καράβι να είναι γεμάτο από κόσμο.
Ως και μέσα στη γέφυρα έφθανε ο κόσμος.
Μια φορά στην Κάσο το απαγορευτικό κρατούσε για πολλές ημέρες και τα τρόφιμα κόντευαν να τελειώσουν. Κοντά ένα μήνα δεν είχε πιάσει καράβι. Ακόμα και το αλεύρι είχε τελειώσει. Με παρακάλεσαν να προσπαθήσω να πιάσω για να μην πεθάνουν οι άνθρωποι από την πείνα.
Στο πήγαινα δεν έπιασα.
Στην επιστροφή, όμως, τα κατάφερα.
Το σφύριγμα του βαποριού τότε στα νησάκια αυτά είχε μεγάλη αξία.
Και κάθε φορά που έπιανα, σφύριζα προκειμένου ν’ ακούσουν ότι ήρθε το βαπόρι. Ότι ώρα και να πήγαινα.
Οι γιαγιάδες μου έλεγαν «Παιδί μου να έχεις την ευχή μας, χάρη σε σας
έχουμε επαφή με τον άλλο κόσμο».
