Ας επιστρέψουμε αρκετά χρόνια πίσω.
Σε μια Σίφνο που η ζωή κυλάει ακόμα πολύ ήρεμα και ο τουρισμός είναι στα σπάργανά του.
Στο Βαθύ που δρόμος αμαξιτός δεν πηγαίνει και ηλεκτρικό δεν υπάρχει. Σε αυτό το Βαθύ υπάρχει μια παρέα που συνεχώς ο ένας πειράζει τον άλλο.
Είναι το Σταμά, ο Αντώνης ο Πλαστήρας, το Από (Απόστολος) του Σάρδη και ο Φασόλης.
Το Σταμά είναι ο Ταχυδρόμος της Σίφνου.
Εκείνες οι παλιές ηρωϊκές μορφές που έπαιρναν τα δέματα από τη Σίφνο και τα έφερναν στην Αθήνα και από εκεί παραλάμβαναν άλλα πεσκέσια για τη Σίφνο.
Συνήθως οι ταχυδρόμοι έφερναν τα δέματα στο «ΣΙΦΝΑΪΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ», στην οδό Πραξιτέλους 25.
Εδώ ήταν συνήθως το σημείο παραλαβής και ταυτόχρονα αποστολής.
Οι Σιφνιοί της Αθήνας και του Πειραιά περνούσαν συχνά από το Καφενείο με την κρυφή ελπίδα να έχουν και αυτοί κάποιο πεσκέσι (δέμα) από το νησί.
Η δουλειά του ταχυδρόμου ήταν δύσκολη.
Φανταστείτε να κουβαλά κάποιος όλα αυτά τα πράγματα και το καράβι να μην πλευρίζει στο μόλο.
Έπρεπε να βάλει τα πράγματα στη βάρκα και να έχει συνεχώς το νου του να μην χαθεί τίποτα στη θάλασσα.
Συνήθως τα δέματα τα έδεναν με ένα σκοινί για ασφάλεια.
Όταν ήρθαν στη Σίφνο το «Κανάρης», το «Μιαούλης» και τα άλλα πλοία των ιταλικών επανορθώσεων κατέβαζαν τα δέματα από την πλώρη με τη μπίγα στη βάρκα.
Οι δυσκολίες ήταν μεγάλες όταν ο καιρός αγρίευε για τα καλά.
Στη Σίφνο και στο Βαθύ η ζωή κυλούσε ήρεμα και οι πλάκες διαδέχονταν η μία την άλλη.
Ο Αντώνης ο Πλαστήρας, ο πατέρας του Απού (Απόστολου) του Πλαστήρα γράφει ρίμες για το Σταμά.
Στίχοι εμπνευσμένοι από στιγμιότυπα της σιφναϊκής και βαθειανής καθημερινότητας.
Το σπίτι του Σταμά, «η βίλα του», το ταξίδι μέχρι την Φυκιάδα, η βάρκα του Σταμά που χάθηκε.
Πλάκες που αποτυπώνονται σε στίχους.
Εξαιρετικά προικισμένοι ριμαδόροι.
Δεν διαφέρουν και πολύ από τους μεγάλους ποιητές της Κρήτης, τον Μάρκο Αντώνιο Φώσκολο και τον Γεώργιο Χορτάτζη.
Στίχοι που παραπέμπουν στον «Φορτουνάτο» και τον «Κατζούρμπο».
Τους παραθέτουμε κρατώντας όσο το δυνατόν την ορθογραφία του ριμαδόρου, του Αντώνη του Πλαστήρα.
Πραγματικά στίχοι που ταξιδεύουν στην θάλασσα της αιωνιότητας.
Εφοπληστής και το Σταμά
αγόρασε μια βάρκα
Κι αν αρωτάτε μέγεθος
είναι η πρώτη μάρκα.
Παραθερίζη στο Βαθύ
μιμείται του Ωνάση
μα τώρα θένα μάθετε
που έχει καταφτάση.
Έφτιαξε βίλα στο Βαθύ
με δίχως ηντερέσα
και ξέρετε με όλα της
τα σύγχρωνα τα μέσα.
Πάη στα ψάρια τακτικά
πάντα με την ελπίδα
γυρίζει και κατάκοπς
φέρνη μια κουτσουρίδα.
Μια μέρα απεφάσισε
και πήγε στην Φυκιάδα
η θάλασσα φουρτούνιασε
ως όλην την Ελλάδα.
Σαν τράβιξε εις την στεριά
μα πώς να προχωρήση
ξυπόλιτος ρακένδυτος
πίσω πώς να γυρίσει;
Εσκέφτικε και έτρεξε
και πήγε στου Καλούπη
και τούδωσε ποδίματα
φαντάζεστε σουλούπι.
Ανέβηκε τόσα βουνά
να’ρχη στον Ταξιάρχη
και θα του μείνη αξέχαστο
ενόσω θα υπάρχη.
Λησμόνησα είδε μαλιά
στην θάλασσα ατόφια
γυναίκα την επέρασε
κι’ήταν κατσίκα ψόφια.
Ετρόμαξε φοβήθικε
μην η χολή του σπάση
κι έβαλε τη Μαρία του
πίτερα να του βράση
Στο τέλος την εφέρανε
την βάρκα του εντάξυ
και με λαχτάρα και χαρά
γερά να την αράξη.
Σηκώθικε πρωϊ πρωϊ
Έληπε το καΐκι
τι βλαστιμιές τι κάταρες
ακούστηκαν με φρίκη.
Εκύταξε στο πέλαγος
μήπως και ταξιδεύη
ας όψετε ο αίτιος
σκληρά που τον παιδεύει.
Έφαγε την ημέρα του
σαν λύκος να γυρίζη
και με μαχέρια και σπαθιά
όλους να φοβερίζη.
Στον Ταξιάρχη έταξε
ένα μπουκάλη λάδι
και του την εφανέρωσε
πνιγμένη στο πιγάδι.
Και ο Φορτσάρης θύμωσε
είτανε στα κακά του
που το νερό του ρίμαξε
με την παλιό βαρκά του.
Να καίγεται ο αίτιος
Σταμάτη μου που ξέρης
πώς θά’ταν αρχιστράτηγος
ο διάβολος Σπετσέρης.
Αυτό είνε το συμπέρασμα
εκ μέρους μου που βγάζω
ότι ο ένας έφυγε
μα άφησε τον άλλον.
Τά’φισε ο πατέρα του
όλα του τα κοιτάπια
για να μας επηράζουνε
τα φοβερά ζουλάπια.
Αν θες να μην ξαναχαθή
παρε τη βάρκα απ´ το Βαθύ
να την φέρης στις Καμάρες
να σου λείψουν οι λαχτάρες.
Θα τον έχης ώ Σταμάτη
επιζίμιο πελάτη
που’χετε κοντά τις βίλες
θα παθένης όλο νίλες.
Πλαστήρας