Ο Γιώργος Πεταλιανός (Θεολόγος) ανήκει στην φωτεινή πλειάδα των νέων λογοτεχνών, που επρωτοφανερώθηκαν στον κατάστερο Σιφναϊκό πνευματικό μας ορίζοντα από τις στήλες της παλαίμαχης «Σίφνου» μας.
Με αυτές τις φράσεις ξεκινά αντί προλόγου ο Θεοδόσης Σπεράντσας στην αρχή του βιβλίου.
Το βιβλίο του Γιώργου Πεταλιανού «Απ’ τη Ζωή του νησιού μου» εκδόθηκε στην Αθήνα το 1949.
Περιέχει χρονογραφήματα και ευθυμογραφήματα με επίκεντρο τη Σίφνο και τους Σιφνιούς.
Ξεκινάμε με ένα απόσπασμα από το χρονογράφημά του με τίτλο «Φυγή στη Σίφνο».
Το κείμενο αυτό γράφεται τον Οκτώβριο του 1943.
Προσωπικά δεν ξέρουμε αν ο σπουδαίος αυτός λογοτέχνης πέρασε την Κατοχή στην Σίφνο ή την Αθήνα.
Το πιο πιθανό είναι να πέρασε την Κατοχή στην Αθήνα.
Αν αυτό ισχύει καταλαβαίνουμε πόσο πολύ θα πρέπει να του λείπει η Σίφνος μέσα στην Κατοχή.
Τα ταξίδια στα χρόνια της Κατοχής έγιναν ακόμα πιο δύσκολα και πραγματοποιούνταν με καΐκια, καθώς τα περισσότερα βαπόρια είχαν καταλήξει στον βυθό των θαλασσών.
Τον Οκτώβριο του 1943, στην καρδιά της Κατοχής, γράφει ένα πολύ όμορφο κείμενο.
Φανταστείτε τι σήμαινε να είσαι στην Αθήνα και να είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να ταξιδέψεις μέχρι τη Σίφνο.
Το «Μοσχάνθη», το οποίο αναφέρεται στο κείμενο είναι το δεύτερο «Μοσχάνθη» της οικογένειας Τόγια.
Μετά τον πόλεμο, κάπου στα 1949-1950 δρομολογήθηκε το τρίτο «Μοσχάνθη», με το οποίο ταξίδεψαν πολλοί Σιφνιοί στην δεκαετία του ’50.
Εδώ μιλάμε για το δεύτερο «Μοσχάνθη», το οποίο το βλέπουμε εδώ χάρη στην έκδοση του Γιώργου Μ. Φουστάνου «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΙΜΑΝΙΑ 1900 – 1940», εκδόσεις «ΑΡΓΩ».
Θα ακολουθήσει η συνέχεια….
ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΕΤΑΛΙΑΝΟΥ
Φυγή στη Σίφνο
-!!!
-Και πότε για πέρα α θέλει ο Θεός;
-Μα μέχρι την άλλη εβδομάδα…
Ήταν ο συνηθισμένος επίλογος κάθε κουβέντας μεταξύ Σιφνιών σαν τέτοια εποχή. Στο σπίτι οι προετοιμασίες θα’ χαν τελειώσει. Τα καλοκαιριάτικα θα ‘χαν ραφτεί. Τα παιδιά θα ’χαν κάμει εξετάσεις, ο μπαμπάς θα ’χε ξασφαλίσει και φέτος την αδειούλα του. Το ταξείδι στη Σίφνο ήταν γεγονός. Και κάθε Σαββατόβραδο στο μώλο του Πειραιά θα ’βλεπες ένα σωρό Σιφνιοί με τα μπογαλάκια τους, γεμάτοι χαρά, να καρτερούν ανυπόμονα ν’ ανεβούν στο βαπόρι για το προσκύνημα της Μέκκας των Κυκλάδων.
-Εσείς πότε θα ‘ρχετε;
-Ίσως τον Αύγουστο.
-Που θα ‘ναικαι τα συκοστάφυλα ε;
-Μα φυσικά, τότες δα αξίζει η Σίφνος.
Στον Σιφνέϊκο Καφενέ παίρνανε οι ταξιδιώτες το καφεδάκι τους και το γλυκάκι τους. Ύστερα μπαρκαριζούντανε με φωνές και στριμώγματα. Αποχαιρετισμοί, φιλιά και δάκρυα. Και στην ορισμένη ώρα σήκωνε άγκυρα η «Μοσχάνθη», έλυνε τις πρυμάτσες και σαλπάριζε σιγά-σιγά.
Ώρα καλή! Μαντήλια ανεμίζανε στην πρύμνη του παποριού και στην προκυμαία. Γεμάτοι χαρά είναι οι ευτυχείς θνητοί που βρίσκονται πάνω στο παπόρι. Οι άλλοι που μένουν έξω είναι όλο πικρό παράπονο. Δεν θα ‘ναι πιο μεγάλος καημός για έναν Σιφνιό να φεύγει το παπόρι για τη Σίφνο και να τον αφήνει όξω.
Τι να γίνει; Ου παντός πλειν ες Σίφνον, Τι να γίνει; Όπως θα λέγανε οι αρχαίοι. – Αναθεμάντα Κατέ! Σκουπίντζει ο μπαμπάς τα δάκρυα του σαν σκέπτεται πως θα μείνει μοναχός όλο το καλοκαίρι μέσα στο καμίνι της Αθήνας, Θα τα καταφέρνε τουλάχιστο να πεταχτεί τον Αύγουστο λίγες μέρες; Ο Νίκος δαγκάνει τα χείλια του. Δεν μπόρεσε να πάρει ακόμα άδεια από το Υπουργείο κι η Καίτη ταξιδεύει μόνη της.
Η σφυριά του ποταμού, το ανατάραγμα της θάλασσας με την προπέλα που κάνει τα νερά ν’ αφροκοπούν μεγαλώνουν τον πόνο και δυναμώνουν τα δάκρυα αυτών που μένουν σαν απολιθωμένοι από το παράπονο, πάνω στη στεριά. Οι άλλοι ευτυχισμένοι δείχνουν τη χαρά τους, όπως μπορεί ο καθένας, από το κατάστρωμα του παποριού. Κουνούν τα χέρια τους, ανεμίζουν τα καπέλλα τους και τα μαντήλια τους, φωνάζουν. Ω Θεέ μου ειρωνεία;
-Ίντα να κάνωμε κυρ-Γιάννη μου; Εμείς θα ψηθούμε πάλι επαδά σαν τις τσίροι !
-Ε βαρυέσαι και συ, Ίντα να πας να κάνεις στη Σίφνο :
Σιφνιοί κι οι δυο τους μέχρι το κόκχαλο λύνουν κάθε που φεύγει το παπόρι τις πρυμάτσες και πομένουν στερνοί στο μώλο μέχρι να χαθεί ο καπνός της «Μοσχάνθης», λένε τον πόνο τους. Σκουπίζουν πότε-πότε και κανένα δάκρυ κι αναστενάζουν.
-Α καμένη Σίφνο !
-Που θα πάει. Θα πάμε και εμείς καμμιά φορά.
Και παρηγορούν ο ένας τον άλλο. Μα ο καημός είναι μεγάλος κι η νοσταλγία αγιάτρευτη….»