Στην Παναγία την Κόχη του Αρτεμώνα, εδώ και πολλά χρόνια, διοργανώνεται κάθε χρόνο τον Δεκαπενταύγουστο μία μεγάλη γιορτή από τον Παπα-Δημήτρη.
Η εκδήλωση εξελίσσεται κάθε φορά σε ένα μεγάλο γλέντι όπου συμμετέχουν τόσο οι Σιφνιοί όσο και οι φίλοι της Σίφνου που παραθερίζουν στο νησί.
Εδώ ακούμε τον παπα- Γιάννη (Κουρούλη) να τραγουδάει το εξαιρετικά δημοφιλές και αγαπητό τραγούδι «Αέρι», ή “Ο αποχαιρετισμός του ναύτη”, τους στίχους του οποίου έγραψε ο Σιφνιός Αριστομένης Προβελέγγιος.
Ο αγαπητός ιερέας της Σίφνου Πάτερ Ιωάννης Ψαραύτης(παπα-Γιάννης Κουρούλης) προλογίζει το τραγούδι με την αναφορά στους ναυτικούς και όσα τραβούσαν στις μακρινές θάλασσες του κόσμου για να βγάλουν τα προς το ζην.
Ο ίδιος υπήρξε ναυτικός πριν γίνει Ιερέας.
Εδώ τον ακούμε και τον βλέπουμε να τραγούδι με τον δικό του τρόπο το τραγούδι αυτό με την αγαπημένη του σκυλίτσα τη Μαλλού ανάμεσα στα πόδια του.
«Ο αποχαιρετισμός του ναύτη» του Αριστομένη Προβελέγγιου έχει μελοποιηθεί από τον Απόστολο Γιασεμή.
Ο παπά-Κουρούλης τόνισε πως το τραγούδι αυτό έχει βαθιά νοήματα για όσους έχουν πασπαλιστεί με θάλασσα.
Στην κουπαστή του καραβιού τις ώρες της σχόλης με τη θύμηση να γυρίζει στα αγαπημένα πρόσωπα που έχουν μείνει στην πατρίδα.
Το τραγούδι της αγάπης από τον παπα-Κουρούλη και τους, Σπύρος Λεμπέση στο βιολί,
Γρηγόρη Λεμπέση στο λαούτο και τον Νίκο Λεμπέση στην κιθάρα που τον συνοδεύουν είναι ένας ύμνος για τους ναυτικούς και τον έρωτα.
Με μπάρκα που κρατούσαν δύο, τρία, τέσσερα, ακόμα και πέντε χρόνια, δίχως δυνατότητα επικοινωνίας, ήταν φυσιολογικό στο μυαλό του ναυτικού να στροβιλίζουν συνεχώς οι σκέψεις που αποτυπώνονται στους στίχους του τραγουδιού:
– «Ποιός ξέρει ἄν θά σέ ἴδω πια.»
– Ἕνα φιλί ἀκόμα, ἕνα φιλί και πάλι. Ἀπ’ τήν παλιά σου γνώμη κανείς νά μή σέ βγάλει. Μή με ξεχνᾶς στήν ξενητειά, γλυκειά μου ἀγάπη, ἔχε γειά!»
– «Τί κι ἄν βογγάει τό κύμα καί ὁ βοριᾶς φρενιάζει κι ἡ θάλασσα εἶναι μνῆμα κι ὁ ἀγέρας σκοτεινιάζει; Γαλήνη θἄχω στήν καρδιά ἄν μέ θυμᾶσαι. Ἔχε γεια»
«Τ’ αέρι»
Παίρνει σιγά τ’ ἀγέρι ἕνα φιλί ἀκόμα, στόν κόσμο ποιός τό ξέρει ἄν τό γλυκό σου στόμα θά τό ξαναφιλήσω πιά; Γλυκειά μου ἀγάπη, ἔχε γειά!
Ἕνα φιλί ἀκόμα, ἕνα φιλί και πάλι. Ἀπ’ τήν παλιά σου γνώμη κανείς νά μή σέ βγάλει. Μή με ξεχνᾶς στήν ξενητειά, γλυκειά μου ἀγάπη, ἔχε γειά!
Εἴν΄ ἡ ζωή μου ἀγώνας μέ τήν ἀνεμοζάλη, εἶμ’ ἄχαρος χειμώνας σύ, τ’ ἄστρο πού προβάλλει οὐράνια παρηγοριά στή σκοτεινιά μου. Ἔχε γειά.
Ἄν ὅμως μέ ξεχάσεις ἄς μή γυρίσω πίσω̇ ἀνάμεσα θαλάσσης τά μάτια μου ἄς κλείσω πρίν νά τό μάθω. Ἔχε γεια. Ποιός ξέρει ἄν θά σέ ἴδω πια.
Λαμπρό ΄ναι νά θυμᾶσαι στίς θλιβερές σου ὥρες, πιστά πώς ἀγαπᾶσαι καί πώς σέ ξένες χῶρες καί θάλασσες ζεῖ μιά καρδιά γιά σένα μόνον. Ἔχε γειά.
Τί κι ἄν βογγάει τό κύμα καί ὁ βοριᾶς φρενιάζει κι ἡ θάλασσα εἶναι μνῆμα κι ὁ ἀγέρας σκοτεινιάζει; Γαλήνη θἄχω στήν καρδιά ἄν μέ θυμᾶσαι. Ἔχε γεια»
Δείτε το βίντεο: