Ο Γιώργος ο Σταυριανός, ο Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Σίφνου, μας ξεναγεί σε ένα σημαντικό τοπόσημα του Αρτεμώνα.
Ο φούρνος ανήκε στον Σιμο-Νικόλα Λουκατάρη και την γυναίκα του, την Άννα του Σιμο-Νικόλα, την Άννα την Ψαραύτη.
Ο φούρνος αυτός λειτούργησε για πολλές δεκαετίες.
Ο Γιώργος ο Σταυριανός τον θυμάται από το 1987 όταν ήρθε να μείνει μόνιμα στον Αρτεμώνα.
Ο φούρνος είχε την δική του μεγάλη ιστορία που σιγά-σιγά οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν.
Η λειτουργία του ξεκινούσε από νωρίς το Σάββατο το πρωϊ.
Ο κόσμος έφερνε στο φούρνο τα φαγητά για να ψηθούν.
Δεν υπήρχαν φυσικά ηλεκτρικοί φούρνοι τα σπίτια ούτε και τα ατομικά φουρνάκια που έχουν σήμερα πολλοί στα σπίτια τους.
Μοσχομύριζε όλος ο Αρτεμώνας.
Η μυρωδιά από τα γεμιστά, τα κοτόπουλα με τις πατάτες και όλα τα καλούδια ακόμα υπάρχει στην μνήμη μας.
Το απόγευμα του Σαββάτου ο φούρνος άναβε για την ρεβυθάδα της Κυριακής.
Τις ημέρες των Χριστουγέννων και του Πάσχα ο φούρνος λειτουργούσε καθημερινά δύο εβδομάδες πριν από τις γιορτές.
Τις ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα ο φούρνος λειτουργούσε καθημερινά.’
Ο κόσμος έπρεπε να συνεννοηθεί με τον φούρναρη για την ώρα και την ημέρα που θα έφερνε τα κουλουράκια των Χριστουγέννων και τα χριστόψωμα στον φούρνο.
Το Πάσχα είχαμε τα πουλιά και τα κολούρια.
Ο χώρος ήταν πολύ ζωντανός
Ο Σιμο-Νικόλας στεκόταν στην είσοδο του φούρνου με την φωτιά να λαμπυρίζει στο βάθος.
Οι βοηθοί του Σιμο-Νικόλα ήταν ο Αντώνης ο Σανάκης, γνωστός ως η Αντώνα του Λουλουδιού, και ο Λεωνίδας ο Σαμψών, οποίος μετέπειτα αφού έκλεισε αυτός ο φούρνος άνοιξε έναν δικό του φούρνο λίγο παραπέρα.
Οι γύρω ταράτσες ήταν γεμάτες κλαδιά.
Ο φούρνος δεν έκαιγε ξύλα όπως έχουμε συνηθίσει, αλλά φρύγανα και πουρνάρια τα οποία είχαν κοπεί αρκετό καιρό πριν για να στεγνώσουν.
Τα κλαδιά τα κουβαλούσαν με τα ζώα από τα βουνά.
Με τον τρόπο αυτόν γινόταν και ένας καθαρισμός των μονοπατιών.
Με τον καιρό σταμάτησαν να κόβουν τα φρύγανα και τα πουρνάρια και αρκετά μονοπάτια κλάδωσαν.
Σήμερα περνάμε έξω από τον φούρνο και λιγοστοί είναι, πια, αυτοί που καταλαβαίνουν πως εδώ κάποτε υπήρχε ένας φούρνος που έσφυζε από ζωή.
Όλη την Μεγάλη Εβδομάδα άναβε για τα κουλούρια και τα πουλιά της Λαμπρής.
Το Μεγάλο Σάββατο ξεκινούσαν το πρωϊ με τις μελόπιτες και στη συνέχεια με τα μαστέλα.
Η μυρωδιά από τα μαστέλα είναι αξία ανεξίτηλη.
Όλοι περίμεναν το βράδυ για να πάνε στην εκκλησία και μετά να έρθουν στον φούρνο για να παραλάβουν το πιο νόστιμο κρέας όλου του χρόνου
Τα τελευταία μαστέλα τα φούρνιζαν την Δευτέρα του Πάσχα για να τα πάρουν μαζί τους στην Αθήνα.
Μνήμες, μυρωδιές, ήχοι, φωνές από μία άλλη Σίφνο.
Δείτε το βίντεο:
Ευχαριστούμε πολύ τον καλό φίλο, τον Γιώργο τον Σταυριανό!!!









