Ο Νάρθηκας ή η Φέρουλα η κοινή (Ferula communis), ή ο άρτυκας, ή ο γιγαντιαίος μάραθος, στην Κύπρογνωστός με το όνομα η αναθρήκα, είναι φυτό της οικογενείας των Απιίδων (Apiaceae). Παρά το όνομά του, το φυτό αυτό δεν είναι ένα είδος γνήσιου μάραθου, το οποίο ανήκει σε άλλο γένος (Foeniculum). Είναι ένα ποώδες, πολυετές[Σημ. 1][1] φυτό, με χοντρό βλαστό και ύψος μέχρι 2,5 με 3 μέτρα. Φυέται δε, στις παραθαλάσσιες περιοχές της Μεσογείου.[2] Βρίσκεται στα μεσογειακά δάση και τους θαμνότοπους.[3] Στην αρχαιότητα, ήταν γνωστός ως «νάρθηξ».[4] Το φυτό είναι δηλητηριώδες και προκαλεί στα βοοειδή αιμορραγικές ασθένειες.[5]
Το φυτό έχει παχύ, γραμμωτό βλαστό, ο οποίος φτάνει μέχρι τα τρία μέτρα σε ύψος. Ο βλαστός περιέχει εντεριώνη, με αποτέλεσμα το εσωτερικό του να σιγοκαίγεται χωρίς να επηρεάζεται ο φλοιός. Τα φύλλα του είναι σύνθετα, λεπτά, πολυσχιδή με γραμμοειδή φυλλάρια και μοιάζουν με αυτά του άνηθου. Είναι μεγάλα, ιδίως αυτά στη βάση. Τα άνθη είναι οργανωμένα σε σκιάδες, οι οποίες αποτελούνται από πολλά λουλούδια. Τα άνθη του είναι μικρά κίτρινα, με πέντε πέταλα, και ερμαφρόδιτα.[6] Η επικονίαση του φυτού γίνεται από μύγες. Το φυτό μπορεί να αυτογονιμοποιηθεί. Οι ταξιανθίες του φυτού εμφανίζονται από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο. Μετά το φυτό ξεραίνεται. Το φυτό προτιμά εδάφη με καλή αποστράγγιξη και αντέχει σε συνθήκες ξηρασίας. Είναι φωτόφυτο.[2]
Το φυτό παράγει ένα αιθέριο έλαιο με κίτρινο χρώμα. Το κύριο συστατικό σε φυτά που συλλέχθηκαν στην Αλγερία είναι το μυρκένιο και ακολουθεί το α-πινένιο και το β-φυλλανδρένιο. Σε άλλα είδη του γένους Φένουλα, καθώς και στην ποικιλία F. c. glauca, η οποία φύεται στην Ιταλία, το α-πινένιο είναι το κύριο συστατικό του έλαιου, ενώ μοναδική είναι και η παρουσία του β-φυλλανδρένιου ως κύριο συστατικό.[7]
Στη Σαρδηνία, έχουν ταυτοποιηθεί δύο διαφορετικοί χημειότυποι της Φέρουλας της κοινής (Ferula communis): το δηλητηριώδες (ειδικά για τα ζώα, όπως πρόβατα, αίγες, βοοειδή και άλογα) και το μη-δηλητηριώδες.[8] Διαφέρουν τόσο στη σύσταση των δευτερογενών μεταβολιτών όσο και των ενζύμων που περιέχουν.[9]
Το όνομα της φαινολικής ένωσης φερουλικό οξύ,[Σημ. 2] προέρχεται από τη Λατινική ονομασία του γιγαντιαίου μάραθου, από όπου η ένωση μπορεί να απομονωθεί.
Μύθοι και παραδόσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Προμηθέας έκλεψε την φωτιά από τους Θεούς και την μετέφερε στους ανθρώπους μέσα στους κούφιους βλαστούς του νάρθηκα.[6] Ο νάρθηκας ήταν αφιερωμένος κατά την αρχαιότητα στον Διόνυσο και χρησιμοποιούνταν στις τελετές επειδή ήταν ελαφριοί για να φτιάξουν τους θυρσούς. Επειδή οι ξεροί βλαστοί ήταν αρκετά ανθεκτικοί για να χρησιμοποιηθούν ως μπαστούνια αλλά δεν μπορούσαν να βλάψουν κάποιον άνθρωπο, ο Διόνυσος είχε διατάξει όσοι πίνουν κρασί να έχουν μόνο μπαστούνια από νάρθηκα.[10][11]
Χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το φυτό χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Ελλάδα εξαιτίας της ευλυγισίας, του μαλακού εσωτερικού του και της αντοχής του ώστε να σταθεροποιούν κατάγματα των άκρων. Οι αρχαίοι άνοιγαν τον βλαστό και με αυτόν περιέβαλαν το άκρο που είχε υποστεί κάταγμα. Γι’ αυτό το λόγο σήμερα το προστατευτικό των σπασμένων άκρων εκτός από γύψος λέγεται και «νάρθηκας».[6] Μια άλλη χρήση του ήταν να χρησιμεύει ως φιτίλι από τους ναυτικούς, οι οποίοι μπορούσαν να ανάβουν την πίπα τους ανεξαρτήτως των καιρικών συνθηκών.[10] Οι βλαστοί χρησιμοποιούνται επίσης για την κατασκευή επίπλων.