Ο κυρ Αντώνης ο Μάμιδας,
Ο κυρ-Αντώνης ο Μάμιδας είναι μια μεγάλη μορφή της Σίφνου.
Γνήσιος Σιφνιός, με χιούμορ απίστευτο, εξυπνάδα και πνεύμα ανήσυχο.
Ετοιμόλογος, αξεπέραστος στις περιγραφές.
Ένας πραγματικός φιλόσοφος της ζωής.
Η μορφή του είναι συνυφασμένη με το νησί μας.
«Έρχεται ο Μάμιδας, έρχεται ο Μάμιδας!!!»
Ποιος θα ξεχάσει τς φωνές των παιδιών που τον υποδέχονταν στο μόλο των Καμαρών με την ιαχή:
«Έρχεται ο Μάμιδας, έρχεται ο Μάμιδας!!!».
Μια ατέλειωτη σειρά από πλοία και εμπειρίες.
Κάθε λιμάνι και καημός.
Κάθε καράβι και μια ιστορία.
Κάθε ταξίδι και μια περιπέτεια.
Τριάντα χρόνια ταξιδιών, τριάντα χρόνια εμπειριών.
Ούτε ναυτικός να ήταν.
«Κυκλάδες», «Έλλη», “Κατερίνα”, «Άγιος Γεώργιος», «Ιόνιον», «Νάξος», «Πάρος», «Κίμωλος», «Χρυσή Αυγή», «Κυκλάδες» (ξανά), «Γεώργιος Εξπρές», «Μήλος Εξπρές», «Απόλλων Εξπρές», «Απόλλων Εξπρές 2», «Άνεμος», «Θησεύς», «Μπάρι Εξπρές», «Πήγασος» ….
Στο «Κυκλάδες»
Ο ίδιος μας είπε σε μια συνάντηση που είχαμε μαζί του στην αυλή του σπιτιού του στα Εξάμπελα:
«Τα βάσανα που έχω περάσει εγώ όλα αυτά τα χρόνια, ούτε ο Χριστός δεν τα έχει περάσει.
Έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα. Αλλά μέρος σαν τη Σίφνο δεν υπάρχει άλλο πουθενά.
Ξεκίνησα στις αρχές του ’70. Πρέπει να ήταν το 1972 αφού φτιάχτηκε ο μόλος.
Ένα απόγευμα χτυπά το τηλέφωνο. Ήταν από το Σιφναϊκό Καφενείο και μου λένε να πάω να φορτώσω γιατί θα πάει βαπόρι στη Σίφνο.
Τους λέω πώς θα πάμε στη Σίφνο.
Και μου λένε οτι βάλανε βαπόρι, το «Κυκλάδες».
Τρέχω φορτώνω.
Είχα ένα φορτηγό δύο τόνων.
Ο κόσμος το έμαθε γρήγορα το νέο και οι παραγγελίες έπεφταν βροχή.
Τρέχω έξω έρχεται ένα αυτοκίνητο από την Αθήνα.
Μαθαίνανε ότι έρχεται ο Μάμιδας και παραγγέλνανε.
Άλλες παντρεύονταν, άλλες αρραβωνιάζονταν και παραγγέλνανε τα πράγματά τους.
Φόρτωνα μπακαλική, φόρτωνα ότι χωρούσε το μικρό φορτηγό.
Το τι κουβαλάγαμε τότε στη Σίφνο.
Πρωτόγνωρα πράγματα.
Αλλά τα ωραία δεν κράτησαν πολύ.
Είχα φορτώσει μπακαλική.
Στο τρίτο ταξίδι που ήταν να πάω το βαπόρι άλλαξε γραμμή και πήγε Παροναξία.
Και τι να κάνω τα πράγματα που θα χαλούσανε.
Γυρίζω στους μπακάληδες και τους παρακαλώ να τα φυλάξουν στα ψυγεία για
να μην χαλάσουν τα σαλάμια και τα τυριά.
Περνάνε μέρες και τίποτα δεν γινόταν.
Βαπόρι δεν φαινόταν να δρομολογείται.
Και τότε τι να κάνω….
Τα φορτώνω και εγώ στο φορτηγό και τα πάω στο Κερατσίνι.
Έμαθα ότι φεύγει ένα καΐκι και τα πάω μα τα φορτώσω στο καΐκι.
Με βλέπει ο καϊκτσής και μου λέει:
«Ήντα έπαθες, Μάμιδα, ησκλαβώθηκες»