Η Σίφνος έχει μεγάλη παράδοση στην αγγειοπλαστική.
Αυτό το γνωρίζουμε όλοι και μάλιστα η τέχνη αυτή παραμένει ζωντανή στο νησί των Δυτικών Κυκλάδων.
Αν γυρίσουμε χρόνια πριν θα δούμε πως δεν ήταν λίγοι οι Σιφνιοί που εγκατέλειπαν το νησί σε αναζήτηση καλύτερης τύχης είτε στην Νησιωτική είτε στην Ηπειρωτική Ελλάδα.
Ας σταθούμε στην Άνδρο, όπου εγκαταστάθηκαν Σιφνιοί αναζητώντας μία καλύτερη τύχη.
Ο Γιώργος Σπέης έχει γράψει ένα βιβλίο σχετικό με τίτλο
“Οι Σιφνιοί της Άνδρου – Η αγγειοπλαστική στην Άνδρο του 20ου αιώνα»
Ο Γιώργος Σπέης είναι ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της ζωής του στην μελέτη και διάσωση του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού.
Το 1975,μαζί με είκοσι ακόμα παθιασμένους ανθρώπους, ίδρυσαν την Εταιρεία Λαογραφικών Μελετών.
Ανάμεσά τους η υπέροχη κυρία Κατερίνα Παλαιολόγου που μαζί με τον Γιώργο τον Σπέη γύρισαν όλη την Ελλάδα για να διασώσουν απομεινάρια ενός πολιτισμού που σιγά-σιγά περνούσε στη λήθη.
Οι άνθρωποι της Εταιρείας Λαογραφικών Μελετών δώρισαν στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης μία συλλογή από περισσότερα από 1100 εκθέματα.
Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στον Γιώργο τον Σπέη.
Οι περιπλανώμενοι τσουκαλάδες της Σίφνου αποτέλεσαν το αντικείμενο αυτής της μελέτης.
Κάπως έτσι βρέθηκαν οι Λουκατάρηδες από τη Σίφνο στην Άνδρο.
Τα επίθετα στον τηλεφωνικό κατάλογο μαρτυρούν μία διαδρομή που έχει ξεκινήσει εδώ και περισσότερα από εκατό χρόνια.
Εκείνα τα χρόνια «τσουκαλάς» ήταν συνώνυμο του «Σιφνιός».
Στην προπολεμική εποχή λειτουργούσαν στη Σίφνο κοντά 80 καμίνια.
Είναι λογικό κάποιοι να μην άντεχαν τις δύσκολες συνθήκες εργασίας και να έφευγαν σε άλλους τόπους.
Μία τέτοια ιστορία ενός Σιφνιού έγραψε ο Παναγιώτης Αναστασόπουλος δίνοντας τον τίτλο: «Το σταμνάδικο του κυρ-Παντελή»
Μία διαδρομή από τη Σίφνο μέχρι το Κόρθι.
Η Άνδρος με την πλούσια αγροτική και κτηνοτροφική δραστηριότητα είχε ανάγκη από εξειδικευμένα πήλινα για αυτές τις δραστηριότητες.
Και οι Σιφνιοί έδωσαν τη λύση.
Ακολουθεί το κείμενο και οι φωτογραφίες του Παναγιώτη Αναστασόπουλου:
Πέντε είναι όλα κι όλα τα καταγεγραμμένα μέχρι σήμερα αγγειοπλαστεία στην Άνδρο.
Δύο από αυτά είναι στο Κόρθι, ένα στις Ράχες, του Παντερλή, και το άλλο είναι του κυρ Παντελή κάτω από τις Χώνες στον Κάμπο της Αγίας Μαρίνας και ακριβώς δίπλα από την Αρχοντική Στράτα.
Ο Παντελής Ελευθέριου γεννήθηκε στη Σίφνο, στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα. Έμαθε την τσικαλάδικη τέχνη δίπλα στον πατέρα του, αλλά όπως ήταν ανήσυχο πνεύμα η γη δεν τον χώραγε. Στην πρώτη ευκαιρία μπήκε σε ένα καΐκι με σκοπό για να βρει την τύχη του. Το καΐκι έδεσε και στον Όρμο του Κορθίου, κάτι του άρεσε, πήδηξε έξω και έμεινε για πάντα εδώ!
Σύντομα αγάπησε στο Κόρθι, και στην συνέχεια αγάπησε και το Κόρθι και όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, παντρεύτηκε την Κορθιανή μορφονιά.
Μαριγώ τη λέγανε τη λεγάμενη, αφού τον μάζεψε τον έστρωσε στη δουλειά κι έτσι στήσανε το σπιτικό τους στην Αγία Μαρίνα για να είναι κοντά στο μεγάλο χτήμα που πήρε προίκα.
Δούλεψε από δω, δούλεψε από κει εποχιακά, και κάπως έτσι, του καρφώθηκε η ιδέα να κάνει δικό του καμίνι στον Κάμπο.
Τριγύρναγαν στο μυαλό του διάφορα, το χωράφι τους στις Χώνες είχε κοκκινόχωμα, το θεώρησε καλό σημάδι, σκέφτονταν τις ειδικότητες και ποιές από αυτές ήξερε καλά: κλαδάς καλός ήταν, χωματάς, ακόμα καλύτερος, μουλαράς δεν τον έφτανε κανένας στη Σίφνο. Κοπανιστής και μάστορας, εντάξει δεν έβγαζε μάτια, αλλά σταμνάδικο θα έκανε όχι καλλιτεχνίες!
Το πήρε απόφαση, γρήγορα ορθώθηκε ένα πανέμορφο καμίνι με ντόπια πέτρα, ολοστρόγγυλο, όλα γίνανε όπως έπρεπε, ο χώρος της φωτιάς με τον πσο, η στρώση και η μπούκα.
Έκανε και το εργαστήριο για τον τροχό και αφού τελείωσε στάθηκε περήφανος και τα θαύμαζε για ώρες.
Είχε πάντα στο νου του μια ιστορία που του είχε πει ο θείος ο Θωμάς, με το παλικάρι που έγινε γρήγορα μεγάλος μάστορας και γρήγορα εγκατέλειψε το αφεντικό του για να κάνει δικιά του δουλειά. Έλαμ ντε που τα πανέμορφα κεραμικά του όταν άνοιγε το φούρνο, γινόντουσαν κομμάτια! Μια-δυό φορές το άντεξε, την τρίτη έβαλε κάτω τα μούτρα του και πήγε στο αφεντικό. Του είπε το και το, το αφεντικό τον κοίταξε με κατανόηση και τον ρώτησε: “όταν σβήνεις τη φωτιά, σταματάς για κολατσιό;” Όχι, του απάντησε ο νέος και αυτός γέλασε πλατιά. “Να τρως αγόρι μου, να κολατσίζεις και δεν θα σπάνε!”
Γρήγορα το Κόρθι απόχτησε ντόπια κεραμικά, και τι δεν έφτιαχνε ο Παντελής, μπουρλότα, καπνιστήρια μελισσών σε σχήμα φουφούς, σιχλιά, κυψέλες, κιούπια, λαΐνια, στάμνες, λύχνους, μικρά πιθάρια, μπαρδάκια και επιτραπέζια υδροδοχεία, φυσικά και μικρές γλάστρες.
Δούλεψε πολλά χρόνια ο κυρ Παντελής, η Μαριγώ τον αγαπούσε και τον φρόντιζε και το σταμνάδικο γνώρισε μεγάλες δόξες.
Μ’ αυτό έζησε την οικογένεια του μέχρι που πέρασαν τα χρόνια, ήρθαν πόλεμοι, ήρθαν κατοχές, ήρθε και ο εμφύλιος κι ο Παντελής εκεί και κάποια στιγμή που δεν μπορούσε να ισιώσει το κορμί του αποσύρθηκε. Και όπως συμβαίνει σχεδόν με όλα τα πράγματα το καμίνι ερήμωσε.