Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων με ανακοίνωση προειδοποιεί για τους κινδύνους της εγκατάστασης αιολικών πάρκων σε 11 νησίδες των Δωδεκανήσων.
Οι αρχαιολόγοι τονίζουν ότι είναι ορατός ο κίνδυνος καταστροφής αρχαιοτήτων και εκφράζουν την έντονη ανησυχία τους για τη συνέχιση της διαδικασίας αδειοδότησης από το υπουργείο Πολιτισμού για την εγκατάσταση αιολικών πάρκων από την εταιρεία «Κυκλαδικά Μελτέμια» σε μικρές νησίδες της Δωδεκανήσου.
«Μολονότι η παραγωγή ενέργειας με φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους είναι απολύτως απαραίτητη στην περίοδο που ζούμε, η εγκατάσταση βιομηχανικού τύπου αιολικών πάρκων αφήνει δυστυχώς ισχυρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, λόγω των μεγάλων επεμβάσεων που απαιτεί το έντονο ανάγλυφο στις περιοχές όπου αυτά χωροθετούνται αλλά και του μεγάλου όγκου των ανεμογεννητριών», επισημαίνουν στην ανακοίνωσή τους.
«Το φαραωνικό έργο της βιομηχανικής εγκατάστασης αιολικών πάρκων σε 14 νησίδες της Δωδεκανήσου, τμήμα του οποίου αποτελεί το αιτούμενο από την εταιρεία “Κυκλαδικά Μελτέμια”, περιλαμβάνει την εγκατάσταση 106 ανεμογεννητριών σε 14 προστατευόμενες νησίδες της Δωδεκανήσου, για την οποία θα απαιτηθούν 71 χλμ. δρόμων, 14 λιμενικά έργα, 14 ελικοδρόμια, δεκάδες βοηθητικές εγκαταστάσεις και εκτενείς εκβραχισμοί.
Όχι μόνο δεν συνεισφέρει στην προστασία του περιβάλλοντος, αλλά προκαλεί τελικά το ίδιο περιβαλλοντική καταστροφή, όπως αναφέρεται στην τεκμηριωμένη απορριπτική έκθεση της Ορνιθολογικής Εταιρείας και την αρνητική γνωμοδότηση που ήδη έχει δοθεί από την αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας», συνεχίζει η ανακοίνωση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων.
«Ορατός ο κίνδυνος καταστροφής αρχαιοτήτων»
Παράλληλα προειδοποιούν ότι η εγκατάσταση θα έχει άμεσες επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον των νησίδων, στη βιοποικιλότητα και «στα ανέγγιχτα ως τώρα αρχαιολογικά κατάλοιπα τα οποία εντόπισαν η ΕφΑ Δωδεκανήσου, η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας και η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων: ορατά μνημεία, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και πληθώρα επιφανειακών κινητών ευρημάτων από την 4η χιλιετία π.Χ. έως τους βυζαντινούς χρόνους, ενάλια μνημεία αλλά και αρχιτεκτονικά σύνολα της νεότερης πολιτιστικής μας κληρονομιάς».
Η βιομηχανική κλίμακα των αιτούμενων αιολικών πάρκων, που αυξάνει δραματικά και την κλίμακα των επεμβάσεων, θα οδηγήσει στη δραματική αλλοίωση και βλάβη του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στις νησίδες Λέβιθα, Κίναρο και Μεγάλο Λιάδι του πολυνήσου της Λέρου, Παχειά, Περγούσα και Κανδελιούσσα της μικρής πολυνησίας της Νισύρου και Οφιδούσσα, Κουνούπους, Σύρνα, Μεσονήσι και Πλακίδα του Δήμου Αστυπάλαιας με ορατό τον κίνδυνο βλάβης ή και καταστροφής των αρχαιότητων και των καταλοίπων πολιτιστικής κληρονομιάς, τονίζουν ακόμη στην ανακοίνωσή τους.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρουν ότι η έγκριση της αιτούμενης εγκατάστασης οκτώ ανεμογεννητριών στη νησίδα Περγούσα, κηρυγμένη στο σύνολό της ως αρχαιολογικού χώρου, θα θέσει σε άμεσο κίνδυνο όχι μόνο τους γνωστούς δύο ελληνιστικούς πύργους με τους περιβόλους τους, που διατηρούνται σε εξαιρετική κατάσταση, μαζί με το αρχαίο λατομείο από το οποίο εξορύχθη το υλικό κατασκευής τους, αλλά και άγνωστα έως σήμερα ίχνη κατοίκησης της 4ης και των αρχών της 3ης χιλιετίας π.Χ., οικιστικά κατάλοιπα που ανάγονται από τους κλασικούς χρόνους (5ος/4ος αι. π.Χ.) έως και τους υστερορωμαϊκούς χρόνους καθώς και σημαντικά ελληνιστικά /ρωμαϊκά ταφικά συγκροτήματα.
Επίσης, προειδοποιούν οι αρχαιολόγοι, με πλήρη καταστροφή απειλούνται οι προϊστορικοί οικισμοί (με ορατά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα καθώς και πλήθος επιφανειακών ευρημάτων) που εντοπιστηκαν πρόσφατα στις νησίδες Κανδελιούσσα, Λέβιθα, Μεσονήσι και Πλακίδα.
«Στα Λέβιθα, όπου η αίτηση προβλέπει την εγκατάσταση 30 ανεμογεννητριών, έχει ερευνηθεί μέρος του ανατολικότερου και κεντρικού μόνον τμήματος της νησίδας, παρόλο που οι εγκαταστάσεις χωροθετούνται σε όλη την έκταση του μικρού νησιού. Στο τμήμα που πραγματοποιήθηκε αυτοψία, έχουν έως σήμερα εντοπισθεί, εκτός από τα ορατά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της 4ης-3ης χιλιετίας π.Χ., η αρχαία ακρόπολη της αρχαίας Λεβίνθου, σε εντυπωσιακή κατάσταση διατήρησης με τον ψευδοϊσόδομο ελληνιστικό πύργο και άλλα προσκτίσματα, εκτεταμένος αρχαίος οικισμός στο κέντρο του νησιού, με αλλεπάλληλες φάσεις κατοίκησης, από την 4η χιλιετία π.Χ. έως τους βυζαντινούς χρόνους, καθώς και τα εντοπισθέντα -άγνωστα έως τώρα- σπήλαια», τονίζουν.
Στην Κίναρο, συνεχίζουν οι αρχαιολόγοι, η αίτηση για 14 ανεμογεννήτριες θέτει σε κίνδυνο τον γνωστό αρχαίο πύργο της νησίδας, τα κατάλοιπα βυζαντινής εκκλησίας με τα προσκτίσματά της, τα ψηφιδωτά και τους αρχαίους τοίχους, αλλά και τα νεότερα μνημεία, όπως ο παραδοσιακός οικισμός και ο ανεμόμυλος, ενώ στο Μεγάλο Λιάδι, το τελευταίο νησάκι του πανάρχαιου δρόμου από τη Λέρο προς την Αμοργό και τις υπόλοιπες μεγάλες και μικρές Κυκλάδες, κινδυνεύουν να υποβαθμιστούν ή και εξαφανιστούν, ανάμεσα σε άλλες εγκαταστάσεις, αλλά και ίχνη από εγκαταστάσεις των προϊστορικών χρόνων αλλά και του 5ου/ 4ου αι. π.Χ.
«Να μην εισαχθεί το θέμα στο ΚΑΣ»
Σύμφωνα με τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, επειδή δεν έγινε δυνατό να εξαντληθεί η έρευνα πεδίου σε όλες τις περιοχές επεμβάσεων στις έντεκα νησίδες -και ιδίως στις μεγαλύτερες από αυτές, όπως η Σύρνα, τα Λέβιθα και η Κίναρος- «είναι δεδομένο ότι οι αρχαιότητες που απειλούνται με καταστροφή μαζί με το άμεσό τους φυσικό περιβάλλον, το οποίο προστατεύεται ως αναπόσπαστό τμήμα των μνημείων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3028/02, θα είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο εκτεταμένες».
Οι αρχαιολόγοι ζητούν να μην εισαχθεί το θέμα στο ΚΑΣ πριν ολοκληρωθούν οι αυτοψίες και επιφανειακές έρευνες των αρμόδιων υπηρεσιών και η πλήρης αρχαιολογική τεκμηρίωση. Επίσης, εκφράζουν την αγωνία τους για «την εν γένει άναρχη και χωρίς κεντρικό σχεδιασμό τμηματική αδειοδότηση αιολικών πάρκων μεγάλης κλίμακας, χωρίς μελέτες αναγκαιότητας και βιωσιμότητας, που θέτουν σε άμεσο ή έμμεσο κίνδυνο τις αρχαιότητες και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, το περιβάλλον μνημείων αλλά και το φυσικό περιβάλλον».
Τέλος, καλούν όλους τους αρμόδιους φορείς να προχωρήσουν σε σαφή κεντρικό σχεδιασμό χωροθέτησης αιολικών πάρκων, φωτοβολταϊκών και συνολικά ΑΠΕ σε όλη την επικράτεια, με βάση τις πραγματικές ανάγκες της χώρας σε ενέργεια, με αυστηρά κριτήρια τήρησης της νομοθεσίας, αρχαιολογικής, περιβαλλοντικής και κάθε προστατευόμενου δημόσιου αγαθού.